Από το παιχνίδια των παιδιών της Μάνης
Λαογραφική Μελέτη Του Πέτρου Κυρ. Θεοδωρακάκου, Επιτ. Καθηγητού Σωματικής Αγωγής ΕΜΠ Προέδρου Συνδέσμου Απανταχού Λακώνων «Ο ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ». Δημοσίευση στο περιοδικό «ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΜΑΝΗ», Τ. 3, 1997.
Το στρατιωτικό
Η ανάγνωση της μάχης του Πλατανιστάν εβοήθησε να βγάλω μέσα από το υποσυνείδητο παληές παραστάσεις και άπειρες μνήμες, να θυμηθώ ακόμα την παιδική πολυάσχολη ζωή και να λάβω αφορμή να γράψω το Στρατιωτικό.
Το Στρατιωτικό είναι παιχνίδι γεμάτο περιπέτεια, που τόσο πολύ ζητιέται από το παιδί και γενικά από το νέο. Το παιχνίδι αυτό έρχεται να δικαίωση κάπως τον Rousseau και περισσότερο το Groos, που εξήγησε την παιδεία ως μέσο προπαρασκευής του παιδιού για τη ζωή του ώριμου άνδρα τουλάχιστο για το μέρος που παίζεται δεν πρέπει να ύπαρξη αμφιβολία περί αυτού, ιδίως για τα παλαιότερα χρόνια που οι μάχες και οι φυγοδικίες ήτανε κάτι το συνηθισμένο στη Μάνη.
Πρώτα-πρώτα θα γράψω με λίγα λόγια, τι χρειάζεται στο παιχνίδι και ποιος ο τρόπος που παίζεται.
Για να γίνη το παιχνίδι άνετα, πρέπει απαραιτήτως να υπάρχη μεγάλη έκταση. Είναι ανάγκη να υπάρχουνε μάνδρες, χωράφια και δένδρα. Όλοι γενικώς οι παίχτες είναι εφοδιασμένοι με ...σπαθιά καλαμένια, ή σπανίως από σανίδι (λόγω της σπανιότητας του ξύλου στη Μάνη). Ομοίως φέρουν όλοι εξάρτηση και ζωστήρα από πλατιά χρωματιστά πάνινα λουριά. Ακόμη θα τους χρειαστούνε, κομμάτια από φύλλα φραγκοσυκιάς, τέτοια προμηθεύονται εύκολα, γιατί η φραγκοσυκιά αφθονεί στη Μάνη. Η χρησιμότητα όλων αυτών θα περιγραφεί πάρα κάτω με κάθε λεπτομέρεια παραλείποντας φυσικά εκείνα που είναι αυτονόητα.
Το παιχνίδι παίζεται από 20-25 τουλάχιστο παίκτες, όσο πιο πολλοί είναι, τόσο καλύτερα παίζεται το παιχνίδι. Καθένας παίκτης έχει κι ένα στρατιωτικό βαθμό, που τον παίρνει με κλήρο. Ο αριθμός των βαθμοφόρων είναι ανάλογος με τον αριθμό των παιχτών. Συγκεντρώνονται όλα τα παιδιά, συνήθως στην πλατεία του χωριού. Τότε κάποιος από τους πιο μεγάλους και μάλιστα ο πιο δυνατός, αναλαμβάνει το ρόλο του ηγέτη ή Βασιλιά, ανεβαίνει σε ένα «ψήλωμα», (συνήθως σε σκαλούνια) για να ξεχωρίζει απ' τους άλλους και φωνάζει δυνατά, «παιδιά! Ποιος θέλει να παίξη Στρατιωτικό». Όσοι θέλουνε, και δεν είναι ποτέ κανένας που να μη θέλη, τρέχουν αμέσως γύρω του. Αυτός βλέποντας πως ο αριθμός των παιδιών είναι αρκετός, φωνάζει να του φέρουνε, από ένα μάρμαρο το καθένα. Τα παιδιά χωρίς κόπο καθόλου, γιατί είναι πλούσιο το μέρος από κάθε λογής πέτρα, παίρνουν το μάρμαρο που τους ζητήθηκε το δίνουνε στο ...Βασιλιά, γιατί έτσι χαρακτηρίζεται στο παιχνίδι αυτό ο πιο δυνατός, ο πιο ζωηρός και ο πιο έξυπνος.
Ο βασιλιάς κρατώντας σκήπτρο σκαλισμένο συνήθως σε πουρί βλ. συγκεντρώνει όλα τα μάρμαρα που του φέρανε οι παίκτες και χωρίς να τον βλέπουνε οι άλλοι, γράφει πάνω σ' αυτά διαφόρους βαθμούς του στρατού, π.χ. λοχίας, λοχαγός κτλ. Αφού γράψη το βαθμό που θα πάρη ο κάθε παίχτης πάνω στα μάρμαρα τα αφήνει πάνω σε μια πλάκα που υπάρχει, ή και πάνω στο έδαφος, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη φαίνεται ο τίτλος. Ύστερα καλεί έναν παίχτη με τ' όνομά του μεγαλοφώνως. Καθένας που προσκαλείται πηγαίνει κοντά στα «πιστομισμένα» (αναποδογυρισμένα) μάρμαρα και χωρίς να το κοιτάξη το δίνει στο βασιληά, που του ανακοινώνει μεγαλοφώνως το βαθμό του. Ο βαθμός αυτός ανήκει στον παίχτη, που σήκωσε το μάρμαρο. Ουδείς μπορεί να του αμφισβητήση το βαθμό, χωρίς σπουδαία εφαρμογή. Κατόπιν προσκαλείται κι άλλος κι έτσι παίρνει κανείς το βαθμό του. Δεν είναι όλοι βαθμοφόροι, υπάρχουνε και απλοί στρατιώτες, αλλά για το παιδί και μονάχα η λέξη στρατιώτης, είναι τίτλος που το ενθουσιάζει γιατί εμπεριέχει ισχύ - δύναμη και θυσία.
Ο κατώτερος στο βαθμό οφείλει να πειθαρχεί στον ανώτερο, όπως και στο στρατό, αλλοιώτικα καταγγέλλεται στο βασιλιά και παύει να είναι παίχτης, εάν βέβαια καταδικασθή. Ο βασιλιάς στο παιχνίδι αυτό, έχει απόλυτα δικαιώματα. Μπορεί, εάν θέλη, να υποβιβάζη τους τεμπέληδες και τους απείθαρχους και να προβιβάζη τους υπάκουους και ζωηρούς.
Και τώρα, θα αναρωτιέστε, για ποιο σκοπό είναι όλα αυτά; Τι χρειάζεται ο βασιλιάς, οι βαθμοφόροι και οι απλοί; Τι θα κάνουνε αυτοί; Είναι μία δίκαιη απορία για όλους σας, αλλά το πράγμα είναι αυτονόητο, πως κάποιον ή κάποιους θα κυνηγούνε, για να πιάσουνε. Τώρα ποιοί είναι αυτοί που κυνηγούνται, θα το μάθετε αμέσως.
Τρεις ή τέσσερες, αναλόγως του αριθμού των παιχτών, ονομάζονται «κακούργοι» ή «φευγόδικοι». Οι κακούργοι δεν εκλέγονται, αλλά προσφέρονται μόνοι τους και τούτο γιατί υπάρχη φόβος ο κλήρος να βγάλη παίχτες ανίκανους να παίξουνε το ρόλο φυγόδικου και τότε το παιχνίδι τελειώνει πολύ σύντομα. Για να αποφύγουνε λοιπόν αυτό, βγαίνουνε οι πιο ζωηροί και δυνατοί στα ποδάρια. Ο βασιλιάς γνωρίζει και τους διαλέγει, γιατί είναι πολλοί εκείνοι που ζητούνε να παίξουνε ως φυγόδικοι.
Όταν πια κανονιστούνε όλα, δηλ. ποιοί θα είναι οι «κακούργοι», ποιοί οι αξιωματικοί και ποιοί οι στρατιώτες, τότε δίνεται ένα ορισμένο χρονικό διάστημα για τη προπαρασκευή του παιγνιδιού. Από το ένα μέρος φεύγουνε οι κακούργοι για να κρυφθούνε ή και να οπλισθούνε, εντός όμως μιας ωρισμένης περιοχής, από το άλλο μέρος ο στρατός πηγαίνει να πάρη τα.. .όπλα του. Δεν υπάρχει κανένας, που να μην έχη στο σπίτι του κρυμμένα πάντοτε τα σπαθιά, που ανάφερα και τα άλλα εξαρτήματα.
Μέσα σε πέντε λεπτά είναι όλοι μαζεμένοι στην πλατεία και πάνοπλοι. Περιμένουν από το βασιλιά τους το σύνθημα, για να τρέξουνε παντού και να συλλάβουνε με κάθε θυσία τους κακούργους. Ο βασιλιάς με ύφος που δείχνει, πως έχει μεγάλο σχέδιο στο νου του και σοβαρός σαν πραγματικός αρχηγός, όρθιος καμαρωτός με το σκήπτρο πάνω στο σκαλούνι, προσκαλεί το στρατό του να πλησίαση. Βαθμοφόροι και απλοί κρέμονται από τα χείλη του. Με αγωνία περιμένουνε να ακούσουνε το σχέδιο ανευρέσεως των κακούργων, ή το σχέδιο πολιορκίας αυτών. Ο βασιλιάς ορίζει πως θα διαιρεθή ο στρατός, που θα ψάξη και πως θα ενεργήση. Οι αξιωματικοί λαβαίνουνε τη φροντίδα να επιβλέπουνε, εάν οι διαταγές του βασιλιά εκτελούνται και εάν προκύψει ανάγκη, να ενεργήσουνε αυτοβούλως και όπως νομίζουνε καλύτερα.
Ύστερα από όλα αυτά, δίδεται το σύνθημα «Εμπρός». Οι παίχτες τρέχουνε ακολουθώντας καθένας τον αρχηγό της ομάδας που ανήκει. Ο βασιλιάς μένει πάνω στα σκαλούνια και στήνει εκεί, ας πούμε, το θρόνο του ή το αρχηγείο του. Κρατάει όμως και έναν παίχτη, εάν θέλει, που τον έχει για αγγελιοφόρο. Ο αγγελιοφόρος φεύγει και πηγαίνοντας στους ομαδάρχες, δίνει διαταγές του βασιλιά και επιστρέφοντας καθιστά ενήμερο αυτόν των ενεργειών των ομάδων και του μέρους όπου βρίσκονται.
Οι αρχηγοί των ομάδων ψάχνουνε για τους φυγόδικους, σε όλα τα μέρη που ώρισε ο βασιλιάς, εάν δεν τους ανακαλύψουν εκεί, ερευνούν αλλού, μέχρις ότου τους ξετρυπώσουν από κάπου. Συνήθως τους βρίσκουν πάντοτε, αλλά με πολλή δυσκολία, γιατί καίτοι είναι το μέρος που θα κρυφτούνε περιωρισμένο, έχει όμως πολλές κρυψώνες. Κάποτε δεν τους βρίσκουνε πουθενά, γιατί οι φυγόδικοι είναι καλά κρυμμένοι. Τότε για να μη διαρκέσει η κατάσταση αυτή επί πολύ, σε μια κατάλληλη στιγμή φανερώνονται μόνοι τους οι φυγόδικοι, ή τρέχοντας, ή κτυπώντας τους στρατιώτες με κομμάτια φραγκοσυκιάς.
Το αντίκρυσμα των φυγόδικων, είναι το σύνθημα επιθέσεως των στρατιωτών. Ο αρχηγός της ομάδας που είναι πιο κοντά, δίνει διαταγές στους στρατιώτες, για τη τοποθέτηση και τα σημεία, που πρέπει να κτυπήσουνε περισσότερο. Εν τω μεταξύ στέλνει έναν να ειδοποίηση και τις άλλες ομάδες να έλθουνε προς ενίσχυση, εάν βέβαια χρειάζεται, γιατί τυχαίνει «οι κακούργοι» να μην είναι όλοι μαζί, αλλά ένας ή δύο εκεί και οι άλλοι σε άλλο μέρος.
Το κυριώτερο μέλημα στους στρατιώτες, είναι πώως θα περικυκλώσουν «τους κακούργους» για να μπορέσουνε, να τους πιάσουνε ευκολώτερα. Και «οι κακούργοι» όμως έχουνε λάβει τα μέτρα τους. Βρίσκουνε μέρος που να προφυλάσσουνε τα νώτα τους και σε καιρό ανάγκης, να το βάλουνε στα πόδια, με πολλές ελπίδες διαφυγής.
Στην αρχή οι στρατιώτες κτυπούν με τα κομμάτια φύλλου φραγκοσυκιάς, που έχουνε όλοι προμηθευθεί. Οι φυγόδικοι καθώς είναι ταμπουρωμένοι, ανταποκρίνονται μετά ίδια. Έρχεται όμως στιγμή που τελειώνουν αυτά, τα εφόδια ή οι φυγόδικοι και τότε κάνουνε έξοδο, ή οι στρατιώτες και τότε έχομε την έφοδο. Ο στρατός επιτίθεται με τα σπαθιά, που είπαμε, ενώ οι κακούργοι προσπαθούνε να τον αναχαιτίσουνε, εκσφενδονίζοντας βροχή από κομμάτια φραγκοσυκιάς. Πολλοί στρατιώτες αψηφώντας τον κίνδυνο της βροχής αυτής, φθάνούυνε μέχρι το ταμπούρι των φυγοδίκων.
Οι στρατιώτες προσπαθούνε να συλλάβουν τους κακούργους, αυτοί αμύνονται και έτσι συμπλέκονται. Στη συμπλοκή αυτή χρησιμοποιούνται εκτός από τα σπαθιά, τα χέρια και τα ποδάρια, καμμιά φορά και τα δόντια. Η μανία και στα δύο μέρη είναι μεγάλη, αλλά βλέποντας τον κίνδυνο να πιαστούνε, βάζουνε τη τύχη στα ποδάρια, πριν ακόμη φτάσουνε όλοι οι στρατιώτες.
Οι φυγόδικοι τρέχουνε μ' όση δύναμη έχουνε, πηδώντας μάντρες, φράχτες και ότι άλλο φυσικό εμπόδιο βρεθή μπροστά τους. Οι στρατιώτες τους κυνηγούν από κοντά, τους κάνουνε διάφορα κόλπα, για να τους πιάσουν αλλά αυτοί τους ξεφεύγουν. Καμμιά φορά βλέποντας τον κίνδυνο να συλληφθούνε, οχυρώνονται κάπου και αρχίζουνε νέα μάχη. Μάχονται, απεγνωσμένα, αλλά έρχεται καιρός που κουράζονται και τότε άθελα τους πιάνονται. Όταν συλληφθούν οι φυγόδικοι, αφοπλίζονται αμέσως και με ισχυρή συνοδεία οδηγούνται ενώπιον του βασιλιά. Πολλές φορές δένονται στα χέρια, και τούτο, για να παρουσιάζη το πράγμα κάποια σοβαρότητα και για να μη μπορούνε να ξεφύγουνε από τη συνοδία, γιατί έχουνε ακόμη αυτό το δικαίωμα, μέχρις ότου πάνε σε βασιλιά.
Φτιάνεται τότε ένα είδος πρόχειρου δικαστηρίου, ή καλύτερα στρατοδικείου, με πρόεδρο το βασιλιά και μέλη τους αξιωματικούς. Μάρτυρες και κατήγοροι είναι οι ίδιοι οι στρατιώτες. Κάθε στρατιώτης είναι υποχρεωμένος να επισυνάψει μια κατηγορία στους «κακούργους» έστω και φανταστική. Ο βασιλιάς προσκαλεί τους φυγόδικους να απολογηθούν στις κατηγορίες των στρατιωτών. Μετά από απολογία τους, ρωτά ο βασιλιάς ένα έκαστον των κατηγόρων ποια ποινή θέλει για τους «κακούργους». Η τιμωρία στο παιχνίδι αυτό είναι ράβδισμα πάνω στη παλάμη, με κόμπο δεμένο στην μια άκρη ενός μαντηλιού. Οι στρατιώτες αποφασίζουν έναν αριθμό ραβδισμάτων, που εάν θέλη ο βασιλιάς με το συμβούλιο του, τον μειώνει. Για να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις έχει ορισθή από πρώτα, το ανώτερο και κατώτερο όριο ραβδισμών. Οι ραβδισμοί αυτοί εάν καταφέρωνται δυνατά, είναι οδυνηροί, γι' αυτό θαυμάζεται εκείνος που αντέχει αδιαμαρτύρητα.
Εάν καμμιά φορά ο παίχτης, δηλ. ο φυγόδικος, ραβδιζόμενος διαμαρτυρηθή, τον κτυπά ο βασιλιάς πιο σιγά, αλλά οι άλλοι παίκτες τον κοροϊδεύουν και γελούν σε βάρος του. Τέτοιοι παίκτες είναι πολύ σπάνιοι και μπορούσα να μη το αναφέρω καθόλου περί διαμαρτυρίας και λιποψυχίας, αλλά πιθανολογείται κάποια μεγάλη σχέση με τη διαμαστίγωση των γυμνοπαιδιών και της εορτής των Υακινθίων της αρχαίας Σπάρτης.
Το Στρατιωτικό νομίζει κανείς όταν το βλέπη να παίζεται, και γνωρίζει βέβαια περί του Πλατανιστάν, πως πρόκειται περί αυτού του ιδίου Πλατανιστάν, κάπως όμως εξελιγμένου. Δεν αποκλείεται καθόλου, να διεσώθη δια μέσου των αιώνων, από τους αρχαίους Σπαρτιάτες στη Μάνη, αφού μάλιστα και πολλοί συγγραφείς φέρουνε τους Μανιάτες ως γνήσιους απόγονούς τους και φορείς των συνηθειών και εθίμων τους.
Το παιχνίδι που θα περιγράψω με όλες τις δυνατές λεπτομέρειες και πραγματική ακρίβεια το ονομάζουν στη Μάνη Στρατιωτικό. Είναι το αντίστοιχο του παιχνιδιού Πλατανιστάν, που παιζότανε στην Αρχαία Σπάρτη, πρόκειται για παιχνίδι που συναρπάζει τα παιδιά. Το παιδί αγαπά το Στρατιωτικό, γιατί βρίσκει την ευκαιρία να ικανοποίηση κάθε εσωτερικό του πόθο, βρίσκει τον καιρό να μεταβάλει σε ενέργεια κάθε είδους ενεργητικότητα, κατά πολλούς και διάφορους τρόπους, και με λίγα λόγια μπορεί να δράση καλύτερα σ' αυτό παρά σ' οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου