Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΧΟΛΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΒΑΘΜΟΦΟΡΩΝ ΚΛΑΔΟΥ ΛΥΚΟΠΟΥΛΩΝ

** σας ενημερώνουμε ότι βγήκε ανακοίνωση από την Ε.Π Αττικής για την λειτουργία ΄Σ.Β.Ε.Β.Λ που θα πραγματοποιηθεί στο Εκπαιδευτικό Κέντρο ΠΥ.ΒΑ

**της παρακάτω ημερομηνίες Παρασκευή  11 Φεβρουαρίου 2011 (  ώρα προσέλευσης 17:30 ) - Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011 και ώρα 17:30 &  Παρασκευή  18 Φεβρουαρίου 2011 (  ώρα προσέλευσης 16:30 ) - Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2011 και ώρα 16:30

** κόστος σχολής :70 €

** αρχηγός Σχολής Εκπαιδεύτης  Βαθμοφόρων Ζαχαρίας Μπεκριδάκης
**Λήξη προθεσμίας αιτήσεων σχολής : Τετάρτη  2 Φεβρουαρίου   2011

τρέξτε να προλάβετε
για περισσότερα
http://lt.pca.com.gr:9999/esep/download.cgi/100000/an55_10.pdf/929

ΑΝΙΧΝΕΥΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΙΑΣ


                                                                                                                     Αγ. Παρασκευή, 24η Δεκεμβρίου 2010
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 44/10  

ΠΡΟΣ:  Κοινότητες Ανιχνευτών

ΚΟΙΝ:  Ε.Π. Αττικής

ΘΕΜΑ: Διοργάνωση Ανιχνευτικού Εργαστηρίου Κρυπτογραφίας

         Αγαπητοί μου,
O Κλάδος Ανιχνευτών της Περιφέρειάς μας, οργανώνει Ανιχνευτικό Εργαστήριο με τίτλο “Κρυπτογραφία και Χάκινγκ” την Κυριακή 16/01/2011 τις ώρες (10:00 –16:00) στην εστία του 1ου Συστήματος Παιανίας ( Οδηγίες προορισμού εσωκλείονται παρακάτω).
            Η νέα ψηφιακή κοινωνία οφείλει να παρέχει μηχανισμούς προστασίας του προσωπικού απορρήτου με την χρήση της κρυπτογραφίας. Πρόκειται για μια επιστήμη που βασίζεται στα μαθηματικά για την κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση των δεδομένων. Οι μέθοδοι κρυπτογράφησης καθιστούν τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα προσβάσιμα μόνο από όσους είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένοι. Εξασφαλίζουν έτσι το απόρρητο στις ψηφιακές επικοινωνίες αλλά και στην αποθήκευση ευαίσθητων πληροφοριών. Γνώσεις που απαιτούνται πλέον από όλους μας, για την ασφαλή μας περιήγηση στο Internet αλλά και την σωστή χρήση του κινητού μας τηλεφώνου.
Το πρόγραμμα του εργαστηρίου περιλαμβάνει την παρουσίαση των εξής μεθόδων κρυπτογραφίας :
1. Τετράγωνο Πολύβιου,
2.  Αντικατάσταση Καίσαρα,
3. Μετάθεση Βίζενερ,
4. Κώδικας ADFGX,
5. Μηχανές Ρότορα,
6. Υποδομή Δημόσιου Κλειδιού,
7. Κβαντική Κρυπτογραφία,
8. Απαραβίαστοι κώδικες,
9. Στεγανογραφία
 Και Μεθόδων Χάκινγκ: Επιθέσεις Bluetooth, επιθέσεις Spy ware






Στα πλαίσια του εργαστηρίου θα αποκρυπτογραφηθούν μυνήματα με την χρήση όλων των μεθόδων που θα καταλήξουν σε ένα μεγάλο παιχνίδι κρυμμένου Θησαυρού.  
Στο εργαστήριο μπορούν να συμμετάσχουν Ανιχνευτές απ’ όλες τις Κοινότητες της Περιφέρειας Ανατολικής Αττικής. Η παρακολούθηση του σεμιναρίου θα γίνει μόνο με Προσκοπικό Μαντήλι. Τους Ανιχνευτές θα συνοδεύουν υποχρεωτικά Βαθμοφόροι από τις Κοινότητες τους. Οι συμμετέχοντες θα συμβάλλουν στις δαπάνες του εργαστηρίου με το ποσό των 5 € για τις ανάγκες του εργαστηρίου.

Η συννημένη ομαδική δήλωση συμμετοχής θα πρέπει να αποσταλεί ηλεκτρονικά με ονομαστική λίστα από κάθε Κοινότητα στον Έφορο Κλάδου Ανιχνευτών Μανώλη Άγριο, στο e-mail (magrios@ontelecoms.gr) έως την Τετάρτη 05/01/2011 .Λόγω της ζήτησης του εργαστηρίου θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας η οποία θα κλείσει στην συμμετοχή των 30 Ανιχνευτών .



Με Προσκοπικούς χαιρετισμούς,




Γιώργος Α. Γρηγόρης

Περιφερειακός Έφορος



ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ : ΟΙ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΕΛΗ ΛΥΚΟΠΟΥΛΩΝ

Η Εφορεία  Περιοχής Αττικής  στα πλαίσια επιμόρφωσης των βαθμοφόρων πραγματοποιεί το παρακάτω σεμινάριο :
ΟΙ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΗΝ ΑΓΕΛΗ ΛΥΚΟΠΟΥΛΩΝ

Ημερομηνία : Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011 απο τις 08:30- 13:30
Τόπος : Περιφερειακή Εφορεία Προσκόπων Σαρωνικού
Συντονιστής : Χρυσούλα Αννίνου
Αιτήσεις : έως Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011 στην Εφορεία Περιοχής Αττικής ( ιδιοχείρως 'η με Φαξ: 210-7236561)
Κόστος Συμμετοχής : 5€

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

ΠΙΤΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

Οι Πρόσκοποι Σαρωνικού

κόβουν την πρωτοχρονιάτικη τους πίτα

στις 9 Ιανουαρίου 2011, στις 19:00

στην αίθ. της Περιφέρειας "Μανώλης Βελισσάριος".

Σας περιμένουμε όλους!!!

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

5΄ΑΡΧΗΓΟΥ ΟΜΑΔΟΣ : ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΗΣΤΟ ( ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

Δώρο στο Χριστό (Ελένη Χουκ - Αποστολοπούλου)

Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη.
Σ' ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.

Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν' ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι' αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.

Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν.
Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.

Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν' αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;

Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά.
Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και
του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον».
Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα,
για ν' αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
- Γι' αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι.
Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα.
Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;

Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της,
αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ' ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα.
Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.

Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
- Μα τι έγινε;
- Θαύμα!
- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη,
δοξολογώντας το Χριστό γι' αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.

Η γριούλα - ποια να ‘ταν άραγε; - είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα...
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει
«λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».

Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό.
Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6 - 8 εβδομάδες.

Από το βιβλίο «Να τα πούμε; Να τα πείτε!»

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΕΛΗΣ :ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΗΣΤΟ ( ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

Δώρο στο Χριστό (Ελένη Χουκ - Αποστολοπούλου)

Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη.
Σ' ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.

Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν' ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι' αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.

Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν.
Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.

Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν' αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;

Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά.
Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και
του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον».
Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα,
για ν' αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
- Γι' αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι.
Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα.
Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;

Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της,
αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ' ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα.
Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.

Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
- Μα τι έγινε;
- Θαύμα!
- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη,
δοξολογώντας το Χριστό γι' αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.

Η γριούλα - ποια να ‘ταν άραγε; - είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα...
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει
«λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».

Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό.
Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6 - 8 εβδομάδες.

Από το βιβλίο «Να τα πούμε; Να τα πείτε!»

5΄ΑΡΧΗΓΟΥ ΟΜΑΔΟΣ : ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ ( ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

Δώρο στον ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ (Μαρία Γουμενοπούλου)

Παραμονές Πρωτοχρονιάς. Ο Θανασάκης, μέρες τώρα σκεφτόταν το γράμμα που έπρεπε να ετοιμάσει για τον Αϊ Βασίλη. Το είχε κάνει και πέρυσι αυτό και όταν έφτασε η νύχτα της Πρωτοχρονιάς, ο Αϊ Βασίλης, την ώρα που εκείνος κοιμόταν, ήρθε κι άφησε πλάι στο κρεβατάκι του το παιχνίδι που είχε ζητήσει: Ένα πανέμορφο αυτοκίνητο, ίδιο με τ' αληθινά. Με τιμόνι, με ρόδες, με καθίσματα. Τίποτα δεν του έλειπε.
Φέτος ο Θανασάκης θα ζητήσει από τον Αϊ Βασίλη ένα καράβι. Του αρέσουν πολύ τα καράβια. Από το καλοκαίρι που ταξίδεψε και πήγε στο νησί με το καράβι, από τότε του μπήκε επιθυμία στην καρδιά του ν' αποκτήσει ένα καράβι δικό του.
- Μαμά, πότε θα γράψουμε το γράμμα στον Αϊ Βασίλη;
- Καλά που το θυμήθηκες, Θανασάκη, είπε εκείνη χαμογελώντας. Φέρε μολύβι και χαρτί, γιατί καθυστερήσαμε κιόλας. Δε μου είπες όμως τι δώρο θέλεις να σου φέρει ο Α
ϊ Βασίλης; Έχεις αποφασίσει;
- Μαμά, λες να έχει καράβια ι Αϊ Βασίλης;
- Βεβαίως και έχει. Απ' όλα έχει για τα καλά παιδιά.
- Μόνο για τα παιδιά; Για τον εαυτό του δεν έχει;
- Μα τι θέλεις να πεις; Δεν καταλαβαίνω.
- Να, σκέφτομαι ότι αφού είναι τόσο πλούσιος ο Αϊ Βασίλης και δίνει δώρα στα παιδιά, θα έχει και για τον εαυτό του ό,τι επιθυμεί. Θα έχει, δηλαδή, δικό του αληθινό καράβι, αληθινό αυτοκίνητο, ίσως και ελικόπτερο.
- Όχι, όχι, κάνεις λάθος, Θανασάκη. Ο Αϊ Βασίλης δεν έχει τίποτε απ' όλα αυτά. Βλέπεις, όλα τα λεφτά τα χαλάει για τα παιδιά και ο ίδιος είναι φτωχός.
Η μητέρα πήρε το χαρτί κι έγραψε το γράμμα του της υπαγόρευσε ο Θανάσης.

Σεβαστέ κι αγαπημένε μου Αϊ Βασίλη,
Είμαι ο Θανασάκης. Σε θυμάμαι πάντα με αγάπη. Φέτος θέλω να μου φέρεις ένα καράβι...

Ο Θανασάκης σταμάτησε. Η μαμά του ρώτησε:
- Ναι; Τι καράβι θέλεις να γράψω;
- Τίποτα, τίποτα. Ένα καράβι.
Ντράπηκε να πει το πιο μεγάλο καράβι που μπορούσε να γίνει. Αφού ο Αϊ Βασίλης δεν ήταν πλούσιος, ήταν ντροπή να ζητάει κανείς πολύ ακριβά δώρα.
- Ωραία, είπε η μητέρα. Έβαλε από κάτω το όνομα του παιδιού κι έκλεισε το φάκελο. Μόλις βγω έξω, πρόσθεσε, θα το ταχυδρομήσω.
Τ' απόγευμα ο Θανασάκης με τη μητέρα του πήγαν στα ξαδελφάκια του, τη Λίνα και τον Πετρή.
- Εμένα, μου είπε ο μπαμπάς μου πως φέτος θα μου φέρει ο Αϊ Βασίλης και κούκλα και κρεβατάκι, για να κοιμάται, και ηλεκτρικό πλυντήριο, είπε επάνω στην κουβέντα η Λίνα.
- Δεν του ζητάς και σαλονάκι και ηλεκτρική κουζίνα και σερβίτσια; θύμωσε ο Θανάσης.
- Κι εμένα θα μου φέρει τρένο ηλεκτρικό, και CD ROM, καμάρωσε ο Πετρής.
- Σαν πολλά δε ζητάς; Ρωτάς όμως πού θα τα βρει τόσα λεφτά ο καημένος ο Αϊ Βασίλης; Αν ήταν πλούσιος, θα είχε δικό του ελικόπτερο.
- Άκου το γιο σου, Μαίρη, είπε η μαμά των παιδιών στη μητέρα του Θανασάκη. Έχει ψυχούλα μάλαμα το παιδί.
Πέρασαν οι μέρες. Ήρθε επιτέλους η παραμονή. Η κυρία Μαίρη, απορροφημένη από τις πολλές δουλειές της, δεν πρόσεξε το Θανασάκη που ήταν σκεφτικός εκείνη τη μέρα. Ούτε κι όταν τον βρήκε κλειδωμένο στο δωμάτιό του, σκέφτηκε να τον ρωτήσει γιατί κλείδωσε. Σαν βράδιασε, τον έλουσε, τον άλλαξε και τον έβαλε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί. Μόλις όμως έσβησε το φως και βγήκε από το δωμάτιο, εκείνος πετάχτηκε επάνω, γύρισε την άκρη από το στρώμα του και τράβηξε από κάτω ένα κλειστό φάκελο. Τον τοποθέτησε πάνω στο κομοδίνο του κι ευχαριστημένος ξανάπεσε στο κρεβάτι.
Όταν γύρισε από τη δουλειά ο πατέρας του, φορτωμένος με πακέτα, είπε στη γυναίκα του.
- Κοίταξε, Μαίρη. Λες ν' αρέσει το καράβι που έστειλε ο Αϊ Βασίλης στο γιο μας;
- Είναι τρέλα, είπε εκείνη. Θα ενθουσιαστεί. Πάω να το βάλω στο κομοδίνο του να το δει μόλις ξυπνήσει.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο του παιδιού είδε τον κλεισμένο φάκελο. Με περιέργεια τον πήρε στα χέρια της και διάβασε:
«Για τον Αϊ Βασίλη...»
- Τι να του γράφει πάλι; αναρωτήθηκε και πηγαίνοντας στο σαλόνι έσκισε το φάκελο.
Σκεφτείτε την έκπληξή της όταν έβγαλε από μέσα χίλιες εβδομήντα δραχμές, σε κατοστάρικα, πενηντάρικα, εικοσάρικα και δεκάρικα κι ένα χαρτάκι που έλεγε:
«Είναι από τον κουμπαρά μου για ν' αγοράσεις ένα δικό σου ελικόπτερο».
Γύρισε πίσω στο δωμάτιο του παιδιού, έσκυψε και το φίλησε στο μέτωπο. Ύστερα συγκινημένη μάζεψε από κάτω τα σπασμένα κομμάτια του πήλινου κουμπαρά, που ο Θανασάκης τον έσπασε για να κάνει δώρο στον Αϊ Βασίλη.
Από το βιβλίο «Να τα πούμε; Να τα πείτε!»

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΕΛΗΣ : ΔΩΡΟ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΗ ( ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

Δώρο στον ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ (Μαρία Γουμενοπούλου)

Παραμονές Πρωτοχρονιάς. Ο Θανασάκης, μέρες τώρα σκεφτόταν το γράμμα που έπρεπε να ετοιμάσει για τον Αϊ Βασίλη. Το είχε κάνει και πέρυσι αυτό και όταν έφτασε η νύχτα της Πρωτοχρονιάς, ο Αϊ Βασίλης, την ώρα που εκείνος κοιμόταν, ήρθε κι άφησε πλάι στο κρεβατάκι του το παιχνίδι που είχε ζητήσει: Ένα πανέμορφο αυτοκίνητο, ίδιο με τ' αληθινά. Με τιμόνι, με ρόδες, με καθίσματα. Τίποτα δεν του έλειπε.
Φέτος ο Θανασάκης θα ζητήσει από τον Αϊ Βασίλη ένα καράβι. Του αρέσουν πολύ τα καράβια. Από το καλοκαίρι που ταξίδεψε και πήγε στο νησί με το καράβι, από τότε του μπήκε επιθυμία στην καρδιά του ν' αποκτήσει ένα καράβι δικό του.
- Μαμά, πότε θα γράψουμε το γράμμα στον Αϊ Βασίλη;
- Καλά που το θυμήθηκες, Θανασάκη, είπε εκείνη χαμογελώντας. Φέρε μολύβι και χαρτί, γιατί καθυστερήσαμε κιόλας. Δε μου είπες όμως τι δώρο θέλεις να σου φέρει ο Α
ϊ Βασίλης; Έχεις αποφασίσει;
- Μαμά, λες να έχει καράβια ι Αϊ Βασίλης;
- Βεβαίως και έχει. Απ' όλα έχει για τα καλά παιδιά.
- Μόνο για τα παιδιά; Για τον εαυτό του δεν έχει;
- Μα τι θέλεις να πεις; Δεν καταλαβαίνω.
- Να, σκέφτομαι ότι αφού είναι τόσο πλούσιος ο Αϊ Βασίλης και δίνει δώρα στα παιδιά, θα έχει και για τον εαυτό του ό,τι επιθυμεί. Θα έχει, δηλαδή, δικό του αληθινό καράβι, αληθινό αυτοκίνητο, ίσως και ελικόπτερο.
- Όχι, όχι, κάνεις λάθος, Θανασάκη. Ο Αϊ Βασίλης δεν έχει τίποτε απ' όλα αυτά. Βλέπεις, όλα τα λεφτά τα χαλάει για τα παιδιά και ο ίδιος είναι φτωχός.
Η μητέρα πήρε το χαρτί κι έγραψε το γράμμα του της υπαγόρευσε ο Θανάσης.

Σεβαστέ κι αγαπημένε μου Αϊ Βασίλη,
Είμαι ο Θανασάκης. Σε θυμάμαι πάντα με αγάπη. Φέτος θέλω να μου φέρεις ένα καράβι...

Ο Θανασάκης σταμάτησε. Η μαμά του ρώτησε:
- Ναι; Τι καράβι θέλεις να γράψω;
- Τίποτα, τίποτα. Ένα καράβι.
Ντράπηκε να πει το πιο μεγάλο καράβι που μπορούσε να γίνει. Αφού ο Αϊ Βασίλης δεν ήταν πλούσιος, ήταν ντροπή να ζητάει κανείς πολύ ακριβά δώρα.
- Ωραία, είπε η μητέρα. Έβαλε από κάτω το όνομα του παιδιού κι έκλεισε το φάκελο. Μόλις βγω έξω, πρόσθεσε, θα το ταχυδρομήσω.
Τ' απόγευμα ο Θανασάκης με τη μητέρα του πήγαν στα ξαδελφάκια του, τη Λίνα και τον Πετρή.
- Εμένα, μου είπε ο μπαμπάς μου πως φέτος θα μου φέρει ο Αϊ Βασίλης και κούκλα και κρεβατάκι, για να κοιμάται, και ηλεκτρικό πλυντήριο, είπε επάνω στην κουβέντα η Λίνα.
- Δεν του ζητάς και σαλονάκι και ηλεκτρική κουζίνα και σερβίτσια; θύμωσε ο Θανάσης.
- Κι εμένα θα μου φέρει τρένο ηλεκτρικό, και CD ROM, καμάρωσε ο Πετρής.
- Σαν πολλά δε ζητάς; Ρωτάς όμως πού θα τα βρει τόσα λεφτά ο καημένος ο Αϊ Βασίλης; Αν ήταν πλούσιος, θα είχε δικό του ελικόπτερο.
- Άκου το γιο σου, Μαίρη, είπε η μαμά των παιδιών στη μητέρα του Θανασάκη. Έχει ψυχούλα μάλαμα το παιδί.
Πέρασαν οι μέρες. Ήρθε επιτέλους η παραμονή. Η κυρία Μαίρη, απορροφημένη από τις πολλές δουλειές της, δεν πρόσεξε το Θανασάκη που ήταν σκεφτικός εκείνη τη μέρα. Ούτε κι όταν τον βρήκε κλειδωμένο στο δωμάτιό του, σκέφτηκε να τον ρωτήσει γιατί κλείδωσε. Σαν βράδιασε, τον έλουσε, τον άλλαξε και τον έβαλε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί. Μόλις όμως έσβησε το φως και βγήκε από το δωμάτιο, εκείνος πετάχτηκε επάνω, γύρισε την άκρη από το στρώμα του και τράβηξε από κάτω ένα κλειστό φάκελο. Τον τοποθέτησε πάνω στο κομοδίνο του κι ευχαριστημένος ξανάπεσε στο κρεβάτι.
Όταν γύρισε από τη δουλειά ο πατέρας του, φορτωμένος με πακέτα, είπε στη γυναίκα του.
- Κοίταξε, Μαίρη. Λες ν' αρέσει το καράβι που έστειλε ο Αϊ Βασίλης στο γιο μας;
- Είναι τρέλα, είπε εκείνη. Θα ενθουσιαστεί. Πάω να το βάλω στο κομοδίνο του να το δει μόλις ξυπνήσει.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο του παιδιού είδε τον κλεισμένο φάκελο. Με περιέργεια τον πήρε στα χέρια της και διάβασε:
«Για τον Αϊ Βασίλη...»
- Τι να του γράφει πάλι; αναρωτήθηκε και πηγαίνοντας στο σαλόνι έσκισε το φάκελο.
Σκεφτείτε την έκπληξή της όταν έβγαλε από μέσα χίλιες εβδομήντα δραχμές, σε κατοστάρικα, πενηντάρικα, εικοσάρικα και δεκάρικα κι ένα χαρτάκι που έλεγε:
«Είναι από τον κουμπαρά μου για ν' αγοράσεις ένα δικό σου ελικόπτερο».
Γύρισε πίσω στο δωμάτιο του παιδιού, έσκυψε και το φίλησε στο μέτωπο. Ύστερα συγκινημένη μάζεψε από κάτω τα σπασμένα κομμάτια του πήλινου κουμπαρά, που ο Θανασάκης τον έσπασε για να κάνει δώρο στον Αϊ Βασίλη.
Από το βιβλίο «Να τα πούμε; Να τα πείτε!»

5΄ΑΡΧΗΓΟΥ ΟΜΑΔΟΣ : ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ( ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

Θεατρικά Χριστουγέννων

Δώρο Χριστουγεννιάτικο (Δημοσθένης Βουτυράς, 1879-1958)

Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.
Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ΄ απ΄ τις σχισμάδες της μισοσπασμένης πόρτας ενιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρόυ που μούγκριζε έξω, να μας έρχεται. μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!... Κάμαρα!... Ένα είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο και σχεδόν πάντα υγρό. Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ΄ αυτό• αλλ΄ ο κύριος του σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.
Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε ΄μείς πάρει, ακουγόταν αυτός απ΄ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να μας διώξει.
Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ΄ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ΄ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε τη φλόγα σκεπτικός.
Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα:
- Χριστούγεννα και να μη φάμε κέας.

Ήτανε ψευδός. Ποτέ η γλώσσα του δεν κατόρθωσε να συλλάβει το ρ.
Ο Λάμπας, πιο πέρα και πάνω σ΄ ένα χοντρόξυλο, με τα χέρια σταυρωμένα και καμπουριασμένος.
Ήτανε ψάλτης στην πατρίδα μας και άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε κακή καρδιά. Αλλά από την ημέρα, που οι Τούρκοι κλείσανε την Εκκλησιά και μας διώξανε, πάει η καλή καρδιά του Λάμπα. Εγώ τριγύριζα, περπατούσα πάνω-κάτω, τρέμοντας και τουρτουρίζοντας.
Αναμνήσεις κάποτε, σαν τα διωγμένα, τα κομματιασμένα σύννεφα, που τρέχανε έξω, περνούσαν απ΄ το νου μου...
Ξαφνικά κάτι άκουσα έξω και κοίταξα απ΄ τα γυαλιά του παραθύρου, έξω στην αυλή.
Νόμισα πως έβλεπα όνειρο! Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!
- Παδούλη! φωνάζω με πνιγμένη φωνή.
- Τι τέχει; ρώτησε αυτός με την ψευδή μιλιά του.
- Έλα δω, μωρέ!... Έλα γρήγορα. Δώρο μάς στέλνει ο Χριστός, δώρο!... Δύο όρνιθες!... Να!...
- Έλα!...
Ο Παδούλης πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο, ενώ ο Λάμπας, χωρίς να πολυκινηθεί, με ορθωμένο μόνο το κορμί του μας κοίταζε.
- Τη ίγα!... έκανε ο ψευδός και κινήθηκε τυφλά δω και κει.
Ζητούσε μια σιδερένια μεγάλη ρίγα.
- Να τοι, να τοι!... Ωραία πάτε!... Απ΄ τ΄ αυγό στην κότα!... Κατά το παραμύθι!... Μπράβο σας!... Έτσι!... Χτες κλέψατε τα τρία αυγά της γειτόνισσας και τώρα θα της κλέψετε τις κότες!...
Άρχισε να μας μαλώνει ο Λάμπας.
- Πάψε, βρε!...
- Αυτός, Γιώργο, να το ξέρεις, ο ψευδούλιακας, θα σε παρασύρει!...
- Λέγε, λέγε!...
Ο Παδούλης είχε βρει τη ρίγα και προχωρούσε προς την πόρτα. Ο Λάμπας όμως πετάχτηκε και θέλησε να του κλείσει το δρόμο.
- Όχι!...
- Βρε κάτσε απ΄ εκεί!..., του είπα, πήγαινε, κοιμήσου!...
- Στάσου βε!... του έκανε ο Παδούλης.
Ο Λάμπας τραβήχτηκε :
- Κάντε ό,τι θέλετε!... Εγώ να, νίπτω τας χείρας μου!... Στη φυλακή!... Και κλεψιά μέρα χρονιάρα, Χριστούγεννα!...
- Λέε, λέε!... Ψάλτης δεν ήσουνα;...
- Μωρέ, θα πάψεις;... Ας το διάολο!
Ο Παδούλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Την έκλεισα. Τον ήξευρα ότι ήτανε τρομερός κυνηγός των ορνίθων. Χωρίς να βγάζουνε φωνή, πέφτανε αυτές στα χέρια του.
Έγινε σιωπή και ούτε μάλιστα ο άνεμος ακούστηκε να μουγκρίζει απ΄ έξω απ΄ το παλιόσπιτο.
Σε λίγο έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Μπήκε μέσα κρατώντας τις δύο κιτρινωπές όρνιθες.
- Νά τες!...
- Ωραία, ωραία!... Μπράβο σας!...
Μας έλεγε ο Λάμπας που είχε καθήσει στη θέση του.
- Μη φας, εσύ!...
- Χριστουγεννιάτικα!...
- Κόφ΄ τους το λαιμό, γιατί τις σταγκούλισα!...
Τους κόψαμε το λαιμό σ΄ ένα μέρος, που πλύναμε έπειτα, ύστερα σ΄ ένα τσουκάλι ρίξαμε νερό και το βάλαμε στη φωτιά.
Ο Λάμπας δε μιλούσε, μόνο μας κοίταζε.
Άμα ζεστάθηκε πολύ το νερό, τις ζεματίσαμε κι αρχίσαμε να τις μαδάμε. Και όταν έμειναν με μόνο το δέρμα, άσπρες, άσπρες, πήρε ο Παδούλης φτερά, πόδια, μάζεψε και τα φτερουλάκια, όλα, όλα, με προσοχή και τα πήγε έξω στην αυλή, όπου τα έθαψε σ΄ ένα λακκάκι, που άνοιξε, πατώντας έπειτα καλά το χώμα, που έριξε από πάνω.
Κοιτάξαμε και για τις σταγόνες το αίμα, που ήτανε δω και κει.
- Κλέφτες!... Σωστοί κλέφτες είσαστε!... μίλησε ο Λάμπας, που μας κοίταζε τι κάναμε.
- Δε θα φας; τον ρώτησα.
- Εγώ;... Ποτέ, ποτέ! να μαγαριστώ με κλεψιμέικο χρονιάρα μέρα!... Ποτέ!...
- Αν δεν ήτανε χρονιάρα μέρα;...
- Δεν ξέρω τι θάκανα!... Ούτε τότε!... Έφαγα απ΄ τ΄ αυγά;...
Ο αχρείος όμως ήξερε να μαγερεύει και του ζητήσαμε τη συμβουλή του.
Μας ειπε πώς να την κάνουμε, αφού πάλι που πήρε θάρρος μ΄ αυτό, μας έβρισε.
Η φωτιά ήτανε στις δόξες της. Το παλιοδωμάτιο μοσχοβολούσε.
Καθισμένοι κοντά ακούγαμε το τραγούδι το γλυκό-γλυκό του τσουκαλιού, που έλεγε, έλεγε, νανούριζε, μας υποσχότανε τόσα και τόσα καλά...
Ο Λάμπας καθότανε λίγο τραβηγμένος και στην ομιλία μας, τη γεμάτη ευχαρίστηση και ευθυμία, δεν ανακατευότανε. Ξαφνικά τον ακούσαμε να τραγουδά:
«Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι...»
- Δυο όνιθες!... του είπε ο Παδούλης.
Αυτός, χωρίς να φανεί ότι πρόσεξε, ξακολούθησε:
«Άστρον λαμπρόν...»
Ο βοριάς, που φυσούσε έξω, είχε πέσει λίγο και δεν ακουγότανε να βογκά όπως πριν.
Και η φωτιά ήτανε στις δόξες της με πάνω της σα στέμμα το τσουκάλι, που σα να υμνούσε κι αυτό μαζί με το Λάμπα τη γέννηση του Χριστού έλεγε, έλεγε, έψελνε....
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 34-38

5΄ΑΡΧΗΓΟΥ ΟΜΑΔΟΣ : Ο ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΟΣ( ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

O Καλικάντζαρος (Ι. Κονδυλάκης)

Εκάθητο εις το τελευταίον θρανίον της τάξεως μεταξύ των άλλων, υπερβάντων, ως αυτός, το εικοστόν έτος της ηλικίας των, μυστακοφόρων και σοβαρών. Οι τρεις ούτοι είχον επονομασθεί υπό της τάξεως «patres conscripti», αλλά ουδείς ετόλμα να τους ονομάσει ούτω κατά πρόσωπον, διότι επεβάλλοντο διά της διαφοράς της ηλικίας και της σοβαρότητός των. Και οι τρεις ήσαν ολιγόλογοι και ελάχιστα διαχυτικοί, ιδίως δε ο περί ού ο λόγος, όστις σπανιώτατα εξήρχετο εις την αυλήν του Βαρβακείου κατά τα διαλείμματα αλλά και όταν εξήρχετο, το πρόσωπόν του ήτο απομονωμένον και απροσπέλαστον επί του υψηλού και ισχνού του σώματος. Πάντοτε σκυμμένος εις το βιβλίον του, εις ουδένα ωμίλει, και επειδή ο κλήρος τον ευνόει, ως λέγουν εις τα γυμνάσια, ήτο σχεδόν άγνωστος η φωνή του.
Αλλά μίαν ημέραν κατά το μάθημα της Λογικής, επειδή οι εξεταζόμενοι ήσαν αμελέτητοι κατά το σύνηθες, ο καθηγητής απευθυνθείς προς ημάς τους άλλους ηρώτησε:
- Ποιός ημπορεί να μου φέρει ένα παράδειγμα βάθους εννοίας; Εσύ;...Εσύ;...
Αλλά κανείς δεν έδιδε το ζητούμενον παράδειγμα. Επί τέλους, από το βάθος της τάξεως υψώθη βραχίων μέγας, ως του Βριάρεω.
- Λέγε, Νήφων, είπεν ο καθηγητής.
Τότε ηκούσθη μία φωνή έρρινος, χαλαρά και επίσυρτος, έχουσα κάτι το κλαυθμηρόν, μία φωνή παιδική και γεροντική συνάμα, η οποία ήρθρωσε την εξής λέξιν:
- Ο σιδερόδρομος!
Δεν περιγράφονται οι γέλωτες οι οποίοι επηκολούθησαν την στιγμιαίαν κατάπληξιν, γέλωτες οι οποίοι παρέσυραν και του καθηγητού την σοβαρότητα. Και πώς να παύσει έπειτα η θύελλα εκείνη της παιδικής ευθυμίας; Μάτην ο καθηγητής επροσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα λέγων ότι ο Νήφων Αηδονίδης ελθών εκ Κύπρου, όπου δεν υπάρχει σιδηρόδρομος, τόσον ησθάνθη θαυμασμόν, όταν είδε τον σιδηρόδρομον Πειραιώς-Αθηνών, ώστε έκτοτε αυτή η έννοια παρέμεινεν εις την διάνοιάν του ως η βαθυτέρα και θαυμασιωτέρα. Οι αρεσκόμενοι εις την αταξίαν, και τοιούτοι είναι πάντοτε οι περισσότεροι, υπεδαύλιζαν τον γέλωτα υποψιθυρίζονταν: «Ο Σιδερόδρομος! ο σιδερόδρομος». Ο καθηγητής επί τέλους ήρχισε να απειλεί, αλλά τότε οι ψιθυρισμοί μετετράπησαν εις ωρυγάς επί παντοίων τόνων, και η τάξις μετεβλήθη εις πανδαιμόνιον, εις το οποίον μόνον ο Νήφων έμεινε σοβαρός, σκυμμένος εις το βιβλίον του.
Ο δε καθηγητής απελπισθείς εκτύπησε με οργήν το βιβλίον επί της έδρας και απήλθεν.
Από της στιγμής εκείνης ο υψικάρηνος Νήφων έχασε το γόητρον το οποίον κυρίως ώφειλεν εις την σιωπήν του.
Του λοιπού όλοι οι μαθηταί τον ονόμαζαν Σιδερόδρομον και μαθητάρια δεκαπενταετή τον ελοιδόρουν αδεώς, του εσφύριζαν και του έψαλλαν και του εκραύγαζαν υπό την μύτην. Και όταν ανεχώρει από το γυμνάσιον, σμήνος παιδαρίων τον παρηκολούθει με αλαλαγμούς και εμιμούντο εκατέρωθεν αυτού τον πάταγον της ατμομηχανής και εφώναζαν:
- Τόπο, τόπο!...περνά ο σιδερόδρομος.
Την αυθάδειαν δε των παιδαρίων απεθράσυνεν η μεγάλη του Νήφωνος πραότης και δειλία. Αλλά επί τέλους μήπως ηδύνατο και ν' αντιταχθεί κατά τοσούτου πλήθους διαβόλων; Ως μόνην σωτηρίαν εύρε να έρχεται τελευταίος και να φεύγει τελευταίος και ούτω μόνον κατώρθωνε ν' αποφεύγει τας εμπαικτικάς διαδηλώσεις.
Αλλά κατά την παράδοσιν του καθηγητού της Γαλλικής, γεροντίου μύωπος και ολίγον ξεκουτιασμένου, ο Νήφων έδιδεν αφορμήν ες παντοία παιγνίδια ματαιούντα πολλάκις το μάθημα. Μίαν ημέραν κάποιος εκ των αστείων της τάξεως, καθήμενος πλησίον του Νήφωνος, ήρχισε να ρέγχει.
- Τι είναι αυτός ο θόρυβος; ηρώτησεν ο καθηγητής.
- Ο Νήφων ρουχαλίζει, κύριε καθηγητά, έσπευσαν και απήντησαν τινές των παρακαθήμενων, και ο ταλαίπωρος νέος επεπλήχθη, χωρίς να τολμά να διαμαρτυρηθεί, διότι μόνον το άκουσμα της φωνής του ήρκει να κινήσει γενικούς καγχασμούς.
Άλλοτε δε μιμούμενοι το παφ-παφ του σιδηρόδρομου, έλεγαν προς τον ερωτώντα καθηγητή:
- Είναι ο σεμέν -δε-φερ, κύριε καθηγητά.
- Μα πώς είναι δυνατόν ν'ακούεται εις τόσην απόστασιν ο σιδηρόδρομος; Σε ν'ε πα ποσίμπλ, μεζ αμί, σε ν'ε πα ποσίμπλ. Σουαγέ ραιζονάμπλ, βοαγιόν.


Μετοικήσας κατά τα τέλη Νοεμβρίου εις μίαν μεγάλην οικίαν της Νεαπόλεως, κατοικουμένην σχεδόν αποκλειστικώς υπό φοιτητών και μαθητών, ανεκάλυψα απροσδοκήτως ότι εις την αυτήν οικίαν εκατοίκει και ο Νήφων.
Και κατ'αρχάς μεν εδυσπίστει προς εμέ, αλλά επειδή εξ όλων των συμμαθητών εγώ ολιγώτερον τον επείραζα, ανεθάρρησε βαθμηδόν και εντός ολίγων ημερών εφθάσαμε εις ικανήν οικειότητα, ώστε να μου εκμυστηρευθεί και τας υποθέσεις της καρδίας του.
Διότι και καρδίαν είχεν αυτός ο σιδηρόδρομος και η καρδία του δεν ήτο κενή.
Απέναντι του παραθύρου του εκατοίκει κάποιος πολιτικός συνταξιούχος μετά της συζύγου, της θυγατρός του και μιας υπηρετρίας. Ο Νήφων κατ'αρχάς έστρεψε τα ερωτικά του βέλη προς την θυγατέρα. Αλλά εκείνη όταν ενόησε τας προθέσεις του εξεκαρδίσθη και ανεφώνησεν ώστε να την ακούσει ο Νήφων:
«Μπα το σκιάχτρο, που θέλει και κόρτε!».
Ο δε Νήφων και φύσει μετριόφρων ήτο και οι χλευασμοί των συμμαθητών είχαν συντελέσει να σχηματίσει περί του εαυτού του ελεεινήν ιδέαν. Και δεν εδυσκολεύθη να υποβιβάσει τας αξιώσεις του εις την υπηρέτριαν και συγκατάβασιν μάλιστα όχι μικράν εκ μέρους της εθεώρησε το ότι αυτή δεν απέκρουσε με χλεύην τον έρωτά του.
Είχαν παρέλθει μήνες έκτοτε και οι δύο ερασταί εφλέγοντο μακρόθεν, χωρίς να δύνανται να συνεννοηθούν δι'επιστολών, διότι η Ασημίνα δεν εγνώριζε γράμματα, και χωρίς να δύνανται να ομιλήσουν, διότι οι φιλάργυροι και ιδιότροποι οικοδεσπόται εφρόντιζαν πάντοτε να μη την αφήνωσι μόνην, την δε νύκτα ησφάλιζαν με διπλούς μοχλούς την θύραν. Την Κυριακήν δε κατά την λειτουργίαν έμενε πότε ο γέρων πότε η γραία εις την οικίαν, και ούτω ο Νήφων έπασχε του Ταντάλου τα βάσανα.
Αλλά κατά την εσπέραν της 23 Δεκεμβρίου μου ανήγγειλε με χαράν ότι, όπως του εψιθύρισεν εκ του παραθύρου η Ασημίνα, την νύκτα των Χριστουγέννων θα επήγαιναν όλοι εις την εκκλησίαν και θα την άφηναν μονη δια να ετοιμάσει το χριστουγεννιάτικον γέυμα. Επί τέλους παρουσιάζετο η πολυπόθητος ευκαιρία. Ο Νήφων κατείχετο όλην την ημέρα υπό πυρετώδους ανυπομονησίας, η οποία ήυξανεν όσον επλησίαζεν η ώρα της συναντήσεως. Δεν ηδύνατο να εύρει ησυχίαν. Τον είδα και να χορεύει. Το είδα και αυτό το θέαμα. Κατά την εσπέραν όμως τον είδα κατηφή και συλλογισμένον.
- Τι λές; μου είπε. Δεν είναι αμαρτία, την ώρα που θα είναι οι άλλοι Χριστιανοί στις εκκλησίες, εγώ να βρίσκομαι σε μια κουζίνα για ερωτοδουλειές;
Δεν ευρήκα τίποτε να κατασιγάσω τους δισταγμούς και τους φόβους του. Αλλά με την βοήθειαν του έρωτος τους κατεσίγησε μόνος του και όταν εσήμαναν οι κώδωνες, ο Νήφων Αηδονίδης, τρέμων από το ψύχος και την συγκίνησιν, εστέκετο εις τα πρόθυρα της οικίας μας. Το υψηλόν ως στύλος υποκείμενόν του έρριπτε μακράν μελανιάν επί του πεζοδρομίου. Όταν δε ήκουσε τους γείτονας εξερχόμενους απεσύρθη και εκρύβη εις την είσοδόν μας.
- Να 'χεις το νου σου, Ασήμω, έλεγεν ο γέρων.
- Να κλείσεις καλά την πόρτα από μέσα, παρήγγειλεν η γραία.
- Τα μάτια σου τέσσερα, προσέθηκεν η κόρη. Ήκουσες τι γράφουν οι εφημερίδες για τους λωποδύτες.
Και αφού εξήλθαν, οι γέροντες επανέλαβαν τας παραγγελίας και δεν απεμακρύνθηκαν παρά μόνον αφού ήκουσαν τον κρότον του σύρτου. Και πάλιν ο γέρων έστρεφεν εκ διαλειμμάτων την κεφαλήν και παρετήρει ανησύχως.
Αλλά μετά ολίγον εκρότησε πάλιν ο σύρτης αποσυρόμενος και προέκυψε σιγά σιγά εκ της σκιάς το ψηλόλιγνον σώμα του Αηδονίδου.
Εγώ ακκουμβών εις το υπερκείμενον παράθυρον, παρηκολούθουν τα γινόμενα, και όταν είδα τον εραστήν προχωρούντα μετά προφυλάξεων προς την απέναντι θύραν παιδαριώδης επιθυμία με κατέλαβε να τον πειράξω.
- Νήφων! του εψιθύρισα.
- Τι;
- Πρόσεξε μη σφυρίξεις κι ακούσουν οι γέροι.
- Γιατί να σφυρίξω;
- Δεν είσαι σιδηρόδρομος;

Δέκα μόλις λεπτά θα είχαν παρέλθει αφ' ότου ο Νήφων ευρίσκετο πλησίον της Αρετούσας του, ότε εκ του άκρου της οδού εφάνη ερχόμενος ανθρωπός τις. Και όταν έφθασεν εις τον πλησίον φανόν, ανεγνώρισα μετά εκπλήξεως τον γέροντα συνταξιούχον. Βρε, τον κακομοίρην τον Νήφωνα!
Ο γέρων έφθασε εις την θύραν, όταν δε ωθήσας αυτήν την εύρεν ανοικτήν, ωπισθοδρόμησεν, αντί να προχωρήσει, με επιφώνημα εκπλήξεως και φόβου. Μπα! Έπειτα ήνοιξε σιγά σιγά την θύραν και εισήλθεν˙ ήκουσα δε την φωνήν του να φωνάζει την υπηρέτριαν:
- Βρε Ασήμω! Ασημίνα!
Ο ταλαίπωρος Νήφων, ευρισκόμενος εις το μαγειρείον την στιγμήν εκείνην μετά της Ασημίνας, έσπευσε να κρυβεί εις παρακέιμενον δωμάτιον, η δε υπηρέτρια ανέμενε περίτρομος τον φοβερόν γέροντα.
- Πώς είναι η πόρτα ανοικτή; ηρώτησεν ούτος. Ποιος είναι μέσ' το σπίτι;
- Ξέρω κι εγώ; απήντησεν η Ασημίνα με αμηχανίαν. Ήκουσα κι εγώ θόρυβο, αλλά δεν ξέρω τι είναι. Ίσως είναι καλικάντζαροι.
- Τι καλικάντζαροι, βρε, και κολοκύθια; είπεν ο γέρων. Θα είναι κλέφτες.
Την στιγμήν εκείνην ήλθε πτάρνισμα δυνατόν εκ του δωματίου εις το οποίον ήτο κρυμμένος ο Νήφων.
- Να τους! Κλέφτες! εφώναξεν ο γέρων.
- Μωρέ, δεν είμαι κλέφτης και μη φωνάζεις, ήλθε φωνή έρρινος και παρηλλαγμένη εκ του δωματίου.
- Αμέ τί είσαι, κακό χρόνο να 'χεις;
- Μούουου! έκαμεν ο Νήφων, ως το «θηρίο της Αμέρικας» εις τον Καραγκιόζη. Μούουου! μούου!
Και με φωνήν ως εκείνη με την οποίαν απήντησεν άλλοτε εις την ερώτησιν του καθηγητού της Λογικής, ανεφώνησεν:
- Είμαι ο καλικάντζαρος!
Μυκώμενος δε ως ταύρος, εξώρμησεν εκ της κρύπτης του και έδραμε προς την εξώθυραν, φανταστικώς υψηλόλιγνος με σκέλη τεραστίου πελαργού.
Ο γέρων προ του μυκωμένου εκείνου τέρατος, το οποίον εις το σκότος του όρθρου και εις την ταραχήν της φαντασίας του εφάνη ως καμηλοπάρδαλις, έκλινεν εμβρόντητος επί του τοίχου, αφήσας ελευθέραν την δίοδον εις τον δολιχοσκελή καλικάντζαρον. Αλλά και η απλοϊκή Ασημίνα ηδύνατο κατά τας στιγμάς εκείνας να ορκισθεί με ειλικρίνειαν ότι είχε γίνει παίγνιον αληθινού καλικαντζάρου.

Άγνωστον ποίος εγνωστοποίησε το κωμικοτραγικόν τούτο συμβάν εις το γυμνάσιον. Και όταν, επαναληφθέντων των μαθημάτων, ενεφανίσθη εις την πλατείαν του Βαρβακείου ο Νήφων, μία κραυγή ανεπέμφθη εξ όλων σχεδόν των στομάτων:
- Να ο Καλικάντζαρος! να ο Καλικάντζαρος!

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΕΛΗΣ :Ο ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΟΣ ( ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

O Καλικάντζαρος (Ι. Κονδυλάκης)

Εκάθητο εις το τελευταίον θρανίον της τάξεως μεταξύ των άλλων, υπερβάντων, ως αυτός, το εικοστόν έτος της ηλικίας των, μυστακοφόρων και σοβαρών. Οι τρεις ούτοι είχον επονομασθεί υπό της τάξεως «patres conscripti», αλλά ουδείς ετόλμα να τους ονομάσει ούτω κατά πρόσωπον, διότι επεβάλλοντο διά της διαφοράς της ηλικίας και της σοβαρότητός των. Και οι τρεις ήσαν ολιγόλογοι και ελάχιστα διαχυτικοί, ιδίως δε ο περί ού ο λόγος, όστις σπανιώτατα εξήρχετο εις την αυλήν του Βαρβακείου κατά τα διαλείμματα αλλά και όταν εξήρχετο, το πρόσωπόν του ήτο απομονωμένον και απροσπέλαστον επί του υψηλού και ισχνού του σώματος. Πάντοτε σκυμμένος εις το βιβλίον του, εις ουδένα ωμίλει, και επειδή ο κλήρος τον ευνόει, ως λέγουν εις τα γυμνάσια, ήτο σχεδόν άγνωστος η φωνή του.
Αλλά μίαν ημέραν κατά το μάθημα της Λογικής, επειδή οι εξεταζόμενοι ήσαν αμελέτητοι κατά το σύνηθες, ο καθηγητής απευθυνθείς προς ημάς τους άλλους ηρώτησε:
- Ποιός ημπορεί να μου φέρει ένα παράδειγμα βάθους εννοίας; Εσύ;...Εσύ;...
Αλλά κανείς δεν έδιδε το ζητούμενον παράδειγμα. Επί τέλους, από το βάθος της τάξεως υψώθη βραχίων μέγας, ως του Βριάρεω.
- Λέγε, Νήφων, είπεν ο καθηγητής.
Τότε ηκούσθη μία φωνή έρρινος, χαλαρά και επίσυρτος, έχουσα κάτι το κλαυθμηρόν, μία φωνή παιδική και γεροντική συνάμα, η οποία ήρθρωσε την εξής λέξιν:
- Ο σιδερόδρομος!
Δεν περιγράφονται οι γέλωτες οι οποίοι επηκολούθησαν την στιγμιαίαν κατάπληξιν, γέλωτες οι οποίοι παρέσυραν και του καθηγητού την σοβαρότητα. Και πώς να παύσει έπειτα η θύελλα εκείνη της παιδικής ευθυμίας; Μάτην ο καθηγητής επροσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα λέγων ότι ο Νήφων Αηδονίδης ελθών εκ Κύπρου, όπου δεν υπάρχει σιδηρόδρομος, τόσον ησθάνθη θαυμασμόν, όταν είδε τον σιδηρόδρομον Πειραιώς-Αθηνών, ώστε έκτοτε αυτή η έννοια παρέμεινεν εις την διάνοιάν του ως η βαθυτέρα και θαυμασιωτέρα. Οι αρεσκόμενοι εις την αταξίαν, και τοιούτοι είναι πάντοτε οι περισσότεροι, υπεδαύλιζαν τον γέλωτα υποψιθυρίζονταν: «Ο Σιδερόδρομος! ο σιδερόδρομος». Ο καθηγητής επί τέλους ήρχισε να απειλεί, αλλά τότε οι ψιθυρισμοί μετετράπησαν εις ωρυγάς επί παντοίων τόνων, και η τάξις μετεβλήθη εις πανδαιμόνιον, εις το οποίον μόνον ο Νήφων έμεινε σοβαρός, σκυμμένος εις το βιβλίον του.
Ο δε καθηγητής απελπισθείς εκτύπησε με οργήν το βιβλίον επί της έδρας και απήλθεν.
Από της στιγμής εκείνης ο υψικάρηνος Νήφων έχασε το γόητρον το οποίον κυρίως ώφειλεν εις την σιωπήν του.
Του λοιπού όλοι οι μαθηταί τον ονόμαζαν Σιδερόδρομον και μαθητάρια δεκαπενταετή τον ελοιδόρουν αδεώς, του εσφύριζαν και του έψαλλαν και του εκραύγαζαν υπό την μύτην. Και όταν ανεχώρει από το γυμνάσιον, σμήνος παιδαρίων τον παρηκολούθει με αλαλαγμούς και εμιμούντο εκατέρωθεν αυτού τον πάταγον της ατμομηχανής και εφώναζαν:
- Τόπο, τόπο!...περνά ο σιδερόδρομος.
Την αυθάδειαν δε των παιδαρίων απεθράσυνεν η μεγάλη του Νήφωνος πραότης και δειλία. Αλλά επί τέλους μήπως ηδύνατο και ν' αντιταχθεί κατά τοσούτου πλήθους διαβόλων; Ως μόνην σωτηρίαν εύρε να έρχεται τελευταίος και να φεύγει τελευταίος και ούτω μόνον κατώρθωνε ν' αποφεύγει τας εμπαικτικάς διαδηλώσεις.
Αλλά κατά την παράδοσιν του καθηγητού της Γαλλικής, γεροντίου μύωπος και ολίγον ξεκουτιασμένου, ο Νήφων έδιδεν αφορμήν ες παντοία παιγνίδια ματαιούντα πολλάκις το μάθημα. Μίαν ημέραν κάποιος εκ των αστείων της τάξεως, καθήμενος πλησίον του Νήφωνος, ήρχισε να ρέγχει.
- Τι είναι αυτός ο θόρυβος; ηρώτησεν ο καθηγητής.
- Ο Νήφων ρουχαλίζει, κύριε καθηγητά, έσπευσαν και απήντησαν τινές των παρακαθήμενων, και ο ταλαίπωρος νέος επεπλήχθη, χωρίς να τολμά να διαμαρτυρηθεί, διότι μόνον το άκουσμα της φωνής του ήρκει να κινήσει γενικούς καγχασμούς.
Άλλοτε δε μιμούμενοι το παφ-παφ του σιδηρόδρομου, έλεγαν προς τον ερωτώντα καθηγητή:
- Είναι ο σεμέν -δε-φερ, κύριε καθηγητά.
- Μα πώς είναι δυνατόν ν'ακούεται εις τόσην απόστασιν ο σιδηρόδρομος; Σε ν'ε πα ποσίμπλ, μεζ αμί, σε ν'ε πα ποσίμπλ. Σουαγέ ραιζονάμπλ, βοαγιόν.


Μετοικήσας κατά τα τέλη Νοεμβρίου εις μίαν μεγάλην οικίαν της Νεαπόλεως, κατοικουμένην σχεδόν αποκλειστικώς υπό φοιτητών και μαθητών, ανεκάλυψα απροσδοκήτως ότι εις την αυτήν οικίαν εκατοίκει και ο Νήφων.
Και κατ'αρχάς μεν εδυσπίστει προς εμέ, αλλά επειδή εξ όλων των συμμαθητών εγώ ολιγώτερον τον επείραζα, ανεθάρρησε βαθμηδόν και εντός ολίγων ημερών εφθάσαμε εις ικανήν οικειότητα, ώστε να μου εκμυστηρευθεί και τας υποθέσεις της καρδίας του.
Διότι και καρδίαν είχεν αυτός ο σιδηρόδρομος και η καρδία του δεν ήτο κενή.
Απέναντι του παραθύρου του εκατοίκει κάποιος πολιτικός συνταξιούχος μετά της συζύγου, της θυγατρός του και μιας υπηρετρίας. Ο Νήφων κατ'αρχάς έστρεψε τα ερωτικά του βέλη προς την θυγατέρα. Αλλά εκείνη όταν ενόησε τας προθέσεις του εξεκαρδίσθη και ανεφώνησεν ώστε να την ακούσει ο Νήφων:
«Μπα το σκιάχτρο, που θέλει και κόρτε!».
Ο δε Νήφων και φύσει μετριόφρων ήτο και οι χλευασμοί των συμμαθητών είχαν συντελέσει να σχηματίσει περί του εαυτού του ελεεινήν ιδέαν. Και δεν εδυσκολεύθη να υποβιβάσει τας αξιώσεις του εις την υπηρέτριαν και συγκατάβασιν μάλιστα όχι μικράν εκ μέρους της εθεώρησε το ότι αυτή δεν απέκρουσε με χλεύην τον έρωτά του.
Είχαν παρέλθει μήνες έκτοτε και οι δύο ερασταί εφλέγοντο μακρόθεν, χωρίς να δύνανται να συνεννοηθούν δι'επιστολών, διότι η Ασημίνα δεν εγνώριζε γράμματα, και χωρίς να δύνανται να ομιλήσουν, διότι οι φιλάργυροι και ιδιότροποι οικοδεσπόται εφρόντιζαν πάντοτε να μη την αφήνωσι μόνην, την δε νύκτα ησφάλιζαν με διπλούς μοχλούς την θύραν. Την Κυριακήν δε κατά την λειτουργίαν έμενε πότε ο γέρων πότε η γραία εις την οικίαν, και ούτω ο Νήφων έπασχε του Ταντάλου τα βάσανα.
Αλλά κατά την εσπέραν της 23 Δεκεμβρίου μου ανήγγειλε με χαράν ότι, όπως του εψιθύρισεν εκ του παραθύρου η Ασημίνα, την νύκτα των Χριστουγέννων θα επήγαιναν όλοι εις την εκκλησίαν και θα την άφηναν μονη δια να ετοιμάσει το χριστουγεννιάτικον γέυμα. Επί τέλους παρουσιάζετο η πολυπόθητος ευκαιρία. Ο Νήφων κατείχετο όλην την ημέρα υπό πυρετώδους ανυπομονησίας, η οποία ήυξανεν όσον επλησίαζεν η ώρα της συναντήσεως. Δεν ηδύνατο να εύρει ησυχίαν. Τον είδα και να χορεύει. Το είδα και αυτό το θέαμα. Κατά την εσπέραν όμως τον είδα κατηφή και συλλογισμένον.
- Τι λές; μου είπε. Δεν είναι αμαρτία, την ώρα που θα είναι οι άλλοι Χριστιανοί στις εκκλησίες, εγώ να βρίσκομαι σε μια κουζίνα για ερωτοδουλειές;
Δεν ευρήκα τίποτε να κατασιγάσω τους δισταγμούς και τους φόβους του. Αλλά με την βοήθειαν του έρωτος τους κατεσίγησε μόνος του και όταν εσήμαναν οι κώδωνες, ο Νήφων Αηδονίδης, τρέμων από το ψύχος και την συγκίνησιν, εστέκετο εις τα πρόθυρα της οικίας μας. Το υψηλόν ως στύλος υποκείμενόν του έρριπτε μακράν μελανιάν επί του πεζοδρομίου. Όταν δε ήκουσε τους γείτονας εξερχόμενους απεσύρθη και εκρύβη εις την είσοδόν μας.
- Να 'χεις το νου σου, Ασήμω, έλεγεν ο γέρων.
- Να κλείσεις καλά την πόρτα από μέσα, παρήγγειλεν η γραία.
- Τα μάτια σου τέσσερα, προσέθηκεν η κόρη. Ήκουσες τι γράφουν οι εφημερίδες για τους λωποδύτες.
Και αφού εξήλθαν, οι γέροντες επανέλαβαν τας παραγγελίας και δεν απεμακρύνθηκαν παρά μόνον αφού ήκουσαν τον κρότον του σύρτου. Και πάλιν ο γέρων έστρεφεν εκ διαλειμμάτων την κεφαλήν και παρετήρει ανησύχως.
Αλλά μετά ολίγον εκρότησε πάλιν ο σύρτης αποσυρόμενος και προέκυψε σιγά σιγά εκ της σκιάς το ψηλόλιγνον σώμα του Αηδονίδου.
Εγώ ακκουμβών εις το υπερκείμενον παράθυρον, παρηκολούθουν τα γινόμενα, και όταν είδα τον εραστήν προχωρούντα μετά προφυλάξεων προς την απέναντι θύραν παιδαριώδης επιθυμία με κατέλαβε να τον πειράξω.
- Νήφων! του εψιθύρισα.
- Τι;
- Πρόσεξε μη σφυρίξεις κι ακούσουν οι γέροι.
- Γιατί να σφυρίξω;
- Δεν είσαι σιδηρόδρομος;

Δέκα μόλις λεπτά θα είχαν παρέλθει αφ' ότου ο Νήφων ευρίσκετο πλησίον της Αρετούσας του, ότε εκ του άκρου της οδού εφάνη ερχόμενος ανθρωπός τις. Και όταν έφθασεν εις τον πλησίον φανόν, ανεγνώρισα μετά εκπλήξεως τον γέροντα συνταξιούχον. Βρε, τον κακομοίρην τον Νήφωνα!
Ο γέρων έφθασε εις την θύραν, όταν δε ωθήσας αυτήν την εύρεν ανοικτήν, ωπισθοδρόμησεν, αντί να προχωρήσει, με επιφώνημα εκπλήξεως και φόβου. Μπα! Έπειτα ήνοιξε σιγά σιγά την θύραν και εισήλθεν˙ ήκουσα δε την φωνήν του να φωνάζει την υπηρέτριαν:
- Βρε Ασήμω! Ασημίνα!
Ο ταλαίπωρος Νήφων, ευρισκόμενος εις το μαγειρείον την στιγμήν εκείνην μετά της Ασημίνας, έσπευσε να κρυβεί εις παρακέιμενον δωμάτιον, η δε υπηρέτρια ανέμενε περίτρομος τον φοβερόν γέροντα.
- Πώς είναι η πόρτα ανοικτή; ηρώτησεν ούτος. Ποιος είναι μέσ' το σπίτι;
- Ξέρω κι εγώ; απήντησεν η Ασημίνα με αμηχανίαν. Ήκουσα κι εγώ θόρυβο, αλλά δεν ξέρω τι είναι. Ίσως είναι καλικάντζαροι.
- Τι καλικάντζαροι, βρε, και κολοκύθια; είπεν ο γέρων. Θα είναι κλέφτες.
Την στιγμήν εκείνην ήλθε πτάρνισμα δυνατόν εκ του δωματίου εις το οποίον ήτο κρυμμένος ο Νήφων.
- Να τους! Κλέφτες! εφώναξεν ο γέρων.
- Μωρέ, δεν είμαι κλέφτης και μη φωνάζεις, ήλθε φωνή έρρινος και παρηλλαγμένη εκ του δωματίου.
- Αμέ τί είσαι, κακό χρόνο να 'χεις;
- Μούουου! έκαμεν ο Νήφων, ως το «θηρίο της Αμέρικας» εις τον Καραγκιόζη. Μούουου! μούου!
Και με φωνήν ως εκείνη με την οποίαν απήντησεν άλλοτε εις την ερώτησιν του καθηγητού της Λογικής, ανεφώνησεν:
- Είμαι ο καλικάντζαρος!
Μυκώμενος δε ως ταύρος, εξώρμησεν εκ της κρύπτης του και έδραμε προς την εξώθυραν, φανταστικώς υψηλόλιγνος με σκέλη τεραστίου πελαργού.
Ο γέρων προ του μυκωμένου εκείνου τέρατος, το οποίον εις το σκότος του όρθρου και εις την ταραχήν της φαντασίας του εφάνη ως καμηλοπάρδαλις, έκλινεν εμβρόντητος επί του τοίχου, αφήσας ελευθέραν την δίοδον εις τον δολιχοσκελή καλικάντζαρον. Αλλά και η απλοϊκή Ασημίνα ηδύνατο κατά τας στιγμάς εκείνας να ορκισθεί με ειλικρίνειαν ότι είχε γίνει παίγνιον αληθινού καλικαντζάρου.

Άγνωστον ποίος εγνωστοποίησε το κωμικοτραγικόν τούτο συμβάν εις το γυμνάσιον. Και όταν, επαναληφθέντων των μαθημάτων, ενεφανίσθη εις την πλατείαν του Βαρβακείου ο Νήφων, μία κραυγή ανεπέμφθη εξ όλων σχεδόν των στομάτων:
- Να ο Καλικάντζαρος! να ο Καλικάντζαρος!

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΕΛΗΣ : ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ( ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

Θεατρικά Χριστουγέννων

Δώρο Χριστουγεννιάτικο (Δημοσθένης Βουτυράς, 1879-1958)

Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.
Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ΄ απ΄ τις σχισμάδες της μισοσπασμένης πόρτας ενιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρόυ που μούγκριζε έξω, να μας έρχεται. μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!... Κάμαρα!... Ένα είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο και σχεδόν πάντα υγρό. Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ΄ αυτό• αλλ΄ ο κύριος του σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.
Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε ΄μείς πάρει, ακουγόταν αυτός απ΄ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να μας διώξει.
Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ΄ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ΄ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε τη φλόγα σκεπτικός.
Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα:
- Χριστούγεννα και να μη φάμε κέας.

Ήτανε ψευδός. Ποτέ η γλώσσα του δεν κατόρθωσε να συλλάβει το ρ.
Ο Λάμπας, πιο πέρα και πάνω σ΄ ένα χοντρόξυλο, με τα χέρια σταυρωμένα και καμπουριασμένος.
Ήτανε ψάλτης στην πατρίδα μας και άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε κακή καρδιά. Αλλά από την ημέρα, που οι Τούρκοι κλείσανε την Εκκλησιά και μας διώξανε, πάει η καλή καρδιά του Λάμπα. Εγώ τριγύριζα, περπατούσα πάνω-κάτω, τρέμοντας και τουρτουρίζοντας.
Αναμνήσεις κάποτε, σαν τα διωγμένα, τα κομματιασμένα σύννεφα, που τρέχανε έξω, περνούσαν απ΄ το νου μου...
Ξαφνικά κάτι άκουσα έξω και κοίταξα απ΄ τα γυαλιά του παραθύρου, έξω στην αυλή.
Νόμισα πως έβλεπα όνειρο! Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!
- Παδούλη! φωνάζω με πνιγμένη φωνή.
- Τι τέχει; ρώτησε αυτός με την ψευδή μιλιά του.
- Έλα δω, μωρέ!... Έλα γρήγορα. Δώρο μάς στέλνει ο Χριστός, δώρο!... Δύο όρνιθες!... Να!...
- Έλα!...
Ο Παδούλης πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο, ενώ ο Λάμπας, χωρίς να πολυκινηθεί, με ορθωμένο μόνο το κορμί του μας κοίταζε.
- Τη ίγα!... έκανε ο ψευδός και κινήθηκε τυφλά δω και κει.
Ζητούσε μια σιδερένια μεγάλη ρίγα.
- Να τοι, να τοι!... Ωραία πάτε!... Απ΄ τ΄ αυγό στην κότα!... Κατά το παραμύθι!... Μπράβο σας!... Έτσι!... Χτες κλέψατε τα τρία αυγά της γειτόνισσας και τώρα θα της κλέψετε τις κότες!...
Άρχισε να μας μαλώνει ο Λάμπας.
- Πάψε, βρε!...
- Αυτός, Γιώργο, να το ξέρεις, ο ψευδούλιακας, θα σε παρασύρει!...
- Λέγε, λέγε!...
Ο Παδούλης είχε βρει τη ρίγα και προχωρούσε προς την πόρτα. Ο Λάμπας όμως πετάχτηκε και θέλησε να του κλείσει το δρόμο.
- Όχι!...
- Βρε κάτσε απ΄ εκεί!..., του είπα, πήγαινε, κοιμήσου!...
- Στάσου βε!... του έκανε ο Παδούλης.
Ο Λάμπας τραβήχτηκε :
- Κάντε ό,τι θέλετε!... Εγώ να, νίπτω τας χείρας μου!... Στη φυλακή!... Και κλεψιά μέρα χρονιάρα, Χριστούγεννα!...
- Λέε, λέε!... Ψάλτης δεν ήσουνα;...
- Μωρέ, θα πάψεις;... Ας το διάολο!
Ο Παδούλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Την έκλεισα. Τον ήξευρα ότι ήτανε τρομερός κυνηγός των ορνίθων. Χωρίς να βγάζουνε φωνή, πέφτανε αυτές στα χέρια του.
Έγινε σιωπή και ούτε μάλιστα ο άνεμος ακούστηκε να μουγκρίζει απ΄ έξω απ΄ το παλιόσπιτο.
Σε λίγο έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Μπήκε μέσα κρατώντας τις δύο κιτρινωπές όρνιθες.
- Νά τες!...
- Ωραία, ωραία!... Μπράβο σας!...
Μας έλεγε ο Λάμπας που είχε καθήσει στη θέση του.
- Μη φας, εσύ!...
- Χριστουγεννιάτικα!...
- Κόφ΄ τους το λαιμό, γιατί τις σταγκούλισα!...
Τους κόψαμε το λαιμό σ΄ ένα μέρος, που πλύναμε έπειτα, ύστερα σ΄ ένα τσουκάλι ρίξαμε νερό και το βάλαμε στη φωτιά.
Ο Λάμπας δε μιλούσε, μόνο μας κοίταζε.
Άμα ζεστάθηκε πολύ το νερό, τις ζεματίσαμε κι αρχίσαμε να τις μαδάμε. Και όταν έμειναν με μόνο το δέρμα, άσπρες, άσπρες, πήρε ο Παδούλης φτερά, πόδια, μάζεψε και τα φτερουλάκια, όλα, όλα, με προσοχή και τα πήγε έξω στην αυλή, όπου τα έθαψε σ΄ ένα λακκάκι, που άνοιξε, πατώντας έπειτα καλά το χώμα, που έριξε από πάνω.
Κοιτάξαμε και για τις σταγόνες το αίμα, που ήτανε δω και κει.
- Κλέφτες!... Σωστοί κλέφτες είσαστε!... μίλησε ο Λάμπας, που μας κοίταζε τι κάναμε.
- Δε θα φας; τον ρώτησα.
- Εγώ;... Ποτέ, ποτέ! να μαγαριστώ με κλεψιμέικο χρονιάρα μέρα!... Ποτέ!...
- Αν δεν ήτανε χρονιάρα μέρα;...
- Δεν ξέρω τι θάκανα!... Ούτε τότε!... Έφαγα απ΄ τ΄ αυγά;...
Ο αχρείος όμως ήξερε να μαγερεύει και του ζητήσαμε τη συμβουλή του.
Μας ειπε πώς να την κάνουμε, αφού πάλι που πήρε θάρρος μ΄ αυτό, μας έβρισε.
Η φωτιά ήτανε στις δόξες της. Το παλιοδωμάτιο μοσχοβολούσε.
Καθισμένοι κοντά ακούγαμε το τραγούδι το γλυκό-γλυκό του τσουκαλιού, που έλεγε, έλεγε, νανούριζε, μας υποσχότανε τόσα και τόσα καλά...
Ο Λάμπας καθότανε λίγο τραβηγμένος και στην ομιλία μας, τη γεμάτη ευχαρίστηση και ευθυμία, δεν ανακατευότανε. Ξαφνικά τον ακούσαμε να τραγουδά:
«Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι...»
- Δυο όνιθες!... του είπε ο Παδούλης.
Αυτός, χωρίς να φανεί ότι πρόσεξε, ξακολούθησε:
«Άστρον λαμπρόν...»
Ο βοριάς, που φυσούσε έξω, είχε πέσει λίγο και δεν ακουγότανε να βογκά όπως πριν.
Και η φωτιά ήτανε στις δόξες της με πάνω της σα στέμμα το τσουκάλι, που σα να υμνούσε κι αυτό μαζί με το Λάμπα τη γέννηση του Χριστού έλεγε, έλεγε, έψελνε....
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 34-38

ΠΕΡΙ ΟΜΑΔΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΛΑΔΟΥ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ Γ.Ε


Αγαπητοί Φίλοι ,

Μια νέα προσπάθεια ξεκινά! Ένα νέο περιοδικό με στόχο να φέρει κοντά όλους τους βαθμοφόρους και τις ενωμοτίες της Ελλάδας.


Το 1ο τεύχος του περιοδικού των  Ομάδων μας είναι γεγονός.

                                                      "
 "Περί ομάδος Ο Λόγος "

Σε αυτό μπορείτε να βρείτε: ιδέες για δράσεις, παιχνίδια, μέρη εκδρομών, δράσεις Ομάδων από διάφορες πόλεις της Ελλάδας αλλά και επίκαιρα θέματα.

Μη μένετε λοιπόν στην εστία σας! Ελάτε να γίνουμε παρέα, ελάτε να κάνετε γνωστά σε όλους, τα παιχνίδια σας, τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής σας αλλά και τα μέρη που παίζετε το Προσκοπικό παιχνίδι.


"Σαν την ομάδα στον Κόσμο παρέα καμιά " , ας κάνουμε πράξη τους στίχους του τραγουδιού , και ας γίνουμε η μεγαλύτερη παρέα!

Δηλώστε το ενδιαφέρον σας για επικοινωνία από τη σελίδα μας ή στέλνοντάς μας ένα μήνυμα email εδώ !

Αμέσως πιο κάτω θα βρείτε συνημμένο το περιοδικό μας.

Ξεφυλλίστε το και ο Κλάδος Προσκόπων σας περιμένει...



Μέσα στο κεντρικό site ,

http://www.sep.org.gr/node/499

         ΄ή

1ο μέρος:

http://www.sep.org.gr/sites/default/files/Peri_Omadas_o_logos_01-10.pdf

2ο μέρος:

http://www.sep.org.gr/sites/default/files/Peri_Omadas_o_logos_11_20.pdf


Φιλικά ,

Κλάδος Προσκόπων της Γενικής Εφορείας
Νάντια Καντζούρα - Έφη Καρυδα

--

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΛΑΔΟΥ ΑΝΙΧΝΕΥΤΩΝ Π.Ε ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

Αγαπητοί συν...Βαθμοφόροι
θα ήθελα να σας υπενθυμίσω κάποιες σημαντικές ημερομηνίες και δραστηριότητες που αποφασίστηκαν στο συνέδριο μας. Όπως λοιπόν είχαμε συζητήσει στις 12-13/Φλεβάρη θα γινει το διήμερο του Κλάδου Ανιχνευτών. Για το λόγο αυτό αλλά και γιατί όπως ήδη γνωρίζεται η Περιφέρεια μας έχει αναλάβει τη διοργάνωση της φετινής ΠΑΠΕ είναι σκόπιμο να συναντηθούμε στις 12/Ιανουαρίου ημέρα Τετάρτη και ώρα 20:30 στην Περιφέρεια για να ξεκινήσουμε να σχεδιάζουμε, να οργανώνουμε και να υλοποιούμε τα δημιουργικά σχέδια μας!!!!
Ακόμη θα ήθελα να σας ενημερώσω πως στις 26-27/Φλεβάρη θα πραγματοποιηθεί Ανιχνευτικό Εργαστήρι με ευθύνη της Περιφέρειας και θέμα "Σκηνοθεσία"
Τέλος προτείνω και θα ήθελα τη γνώμη σας στις 26-27/Μαρτίου να γίνει δοκιμασία "Δάφνης" για όσους ανιχνευτές έχουν συμπληρώσει την πρόοδο τους.

Ας τα μαζέψουμε λοιπόν:
12/Ιανουαρίου Τετάρτη στις 20:30 στην Περιφέρεια, συνάντηση του κλάδου μας
12-13/Φλεβάρη Σαββατοκύριακο, διήμερο κλάδου
26-27/Φλεβάρη Σαββατοκύριακο, Ανιχνευτικό Εργαστήρι "Σκηνοθεσίας"
26-27/Μαρτίου Σαββατοκύριακο, Δοκιμασία "Δάφνης" (??προτεινόμενη ημερομηνία???)

Για τον καλύτερο και πιο έγκαιρο προγραμματισμό σας και με ευχές για πετυχημένες χειμερινές δράσεις με τις κοινότητες σας,

Γιάννης Παναγόπουλος
Εφ.Κλ. Ανιχνευτών

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

MENU PIZZERIA "IL LUPO DI SARONICO":ΤΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Πριν ξεκινήσετε να  δοκιμάζετε απο τα κομμάτια της Pizza θεωρούμε υποχρέωση μας να διευκρινήσουμε κάποια πράγματα όπως τα λέει και ο Σέφ μας :
  • το υλικό αυτό δεν αποτελεί επίσημο εκπαιδευτικό υλικό του Σ.Ε.Π. ή του Κλάδου Λυκοπούλων
  • Ενδεχομένως σε κάποια σημεία να έρχεται ακόμα και σε αντίθεση με τα ισχύοντα ή τη μεθοδολογία του Κλάδου. Χρησιμοποιήστε το με κάθε προσοχή και με δική σας ευθύνη.
  • Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με οποιονδήποτε αρχίσει να μου παραπονείται ή να διαφωνεί με τα περιεχόμενα, τις ιδέες και τις προτάσεις του υλικού, διότι είναι μόνο αυτό : ιδέες και προτάσεις και τίποτα άλλο.
  • Γιατί η γνώση και η πληροφορία δεν πρέπει να μένει κλεισμένη και αποκλεισμένη.
  • Καλή... όρεξη. Θα χαρώ να σας ξαναδώ στο μαγαζί μας....
Στέλιος Κεσσανίδης
ΣΕΙΡΙΟΣ*
"Ο μάγερας"...









MENU PIZZERIA "IL LUPO DI SARONICO":ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΑΡΧΗ ΑΛΛΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ

Λίγα λόγια για το μαγαζί μας


Αγαπητοί... πελάτες...
Η Pizzaria "IL LUPO DI SARONICO" ήταν μια ιδέα που ξεκίνησε πριν πολλά χρόνια.
Ήταν πάλι Αύγουστος και η κατασκηνωτική περίοδος είχε μόλις τελειώσει.
Ήμουν τότε Έφορος Κλάδου Λυκοπούλων στην Π.Ε. Σαρωνικού και αφού μέσα στο καλοκαίρι είχα επισκεφθεί 13 (!) κατασκηνώσεις, αφού είχα ήδη γνωρίσει από κοντά σχεδόν όλες τις Αγέλες στη διάρκεια της χρονιάς, αφού είχα δεχθεί προτάσεις για την κάλυψη των αναγκών των Τμημάτων και είχα πλέον μια πολύ καλή άποψη για τα προβλήματα και τα σημεία που χρειαζόταν βοήθεια ο Κλάδος, συνεννοήθηκα με την Ο.Ε. του Κλάδου και κυκλοφόρησα ένα ενημερωτικό σημείωμα, με το οποίο πληροφορούσα τις Αγέλες της Π.Ε. Σαρωνικού για τα επόμενα βήματα του Κλάδου.

Μέσα σε αυτά, ήταν η κυκλοφορία ενός “βοηθητικού πακέτου” για κάθε Αγέλη, που θα βοηθούσε να βελτιωθούν αρκετά σημεία στη δουλειά των βαθμοφόρων και κυρίως θα τους βοηθούσε να κάνουν τη δουλειά τους πιο εύκολα, πιο γρήγορα, πιο καλά.Αυτό ήταν και στα πλαίσια λειτουργίας του Κλάδου (κλικ εδώ), όπως είχε ήδη αποφασιστεί.
Τα έντυπα που αποτελούσαν το πακέτο αυτό ήταν σχεδόν όλα καινούργια. Δεν προϋπήρχαν δηλαδή, αλλά γράφτηκαν επί τούτου, ειδικά για αυτή την περίσταση (2-3 από αυτά μεταφράστηκαν / προσαρμόστηκαν από αντίστοιχα ξένα και ένα μόνο -αυτό με τα βιβλία (κλικ εδώ)- το δανειστήκαμε από τον Κλάδο Λυκοπούλων της Γ.Ε.).
Τα έντυπα αυτά ήταν ίσως τα πρώτα Προσκοπικά έντυπα που γράφτηκαν με ηλεκτρονικό υπολογιστή (έναν Atari 1040) και τα πρωτότυπά τους τυπώθηκαν με ένα από τους πρώτους εκτυπωτές Ιnk Jet, μάρκας Ηewlett Packard. Τα σκίτσα είτε έγιναν στο χέρι από εμένα, είτε μπήκαν ένθετα από Προσκοπικά clipart (από τα πρώτα που υπήρχαν τότε) και τα οποία αναζήτησα και μου στάλθηκαν με δισκέτες από τους Προσκόπους του Καναδά, είτε σκαναρίστηκαν με ένα από τους πρώτους σαρωτές προσωπικής χρήσης χεριού !!!Οι λιγοστές φωτογραφίες, τραβήχτηκαν με το κλασσικό φίλμ και μια μηχανή Zenit, εμφανίστηκαν, εκτυπώθηκαν και στη συνέχεια σκαναρίστηκαν με το σαρωτή χεριού. Ακόμα και οι γραμματοσειρές που χρησιμοποιήθηκαν ως βασικές, ήταν φτιαγμένες στο χέρι από εμένα (ως επέκταση / τροποποίηση άλλων λατινικών) μια και οι ελληνικές γραμματοσειρές για τον Atari 1040, εκείνη την εποχή (αλλά και αργότερα) ήταν ελάχιστες.
Το αποτέλεσμα περισσότερο από ικανοποιητικό, ειδικά αν το συνέκρινε κάποιος με τα υπάρχοντα τότε Προσκοπικά έντυπα (συνήθως γραμμένα σε γραφομηχανή ή στο χέρι ή ακόμα και με stensil ή letraset !).
Αυτά δεν αρκούσαν όμως. Έπρεπε να γίνει το πακέτο και πιο ελκυστικό !
Τότε γεννήθηκε η ιδέα της πίτσας ! Πήγα σε μια πιτσαρία και τους παρακάλεσα να μου χαρίσουν 50 κουτιά (είχαμε τότε 34 Αγέλες στην Π.Ε. Σαρωνικού). Φωτοτυπήθηκαν τα χαρτιά (μερικά από αυτά σε χρωματιστό χαρτί και αυτό ένας νεωτερισμός τότε...), μοιράστηκαν σε πακέτα, μπήκαν μέσα στα κουτιά της πίτσας και.... κυκλοφόρησε μια πρόσκληση (κλικ για την πρόσκληση) σε όλες τις Αγέλες, να περάσουν να πάρουν την πίτσα τους από τα γραφεία της Περιφέρειας...
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία... Ήταν τέτοια η ζήτηση που δεν μπόρεσα να κρατήσω ούτε ένα κομμάτι για εμένα ! Χρόνια μετά παρουσιάστηκε η ανάγκη να κυκλοφορήσει και πάλι η πίτσα... Για κάποιους λόγους που δεν χρειάζεται να αναφέρω γιατί θα μας χαλάσει η διάθεση... αυτό αναβλήθηκε...
Σήμερα, επιτέλους, μετά από αγωνιώδη αναζήτηση κάποιων από τα πρωτότυπα αλλά και κάποιων αντιγράφων, είμαι σε θέση να προσφέρω και πάλι την πίτσα, που παρά το ότι έχει παλιώσει, κρατάει την αξία της σαν το παλιό καλό κρασί.
Θα ξεκινήσω με το να δίνω τα πρωτότυπα όσων εντύπων έχω καταφέρει να βρω... Όπως ήταν, μονόχρωμα, με τα ορθογραφικά τους λάθη και τις παραλήψεις τους. Tόσο πολλά σε σημείο που ντρέπομαι σήμερα που έγραφα τότε έτσι !

Στη συνέχεια και καθώς τα έντυπα αυτά θα ξαναγράφονται με πιο σύγχρονο τρόπο, θα προσφέρω και τις νεώτερες εκδόσεις τους... (διατηρώντας κάπου και τις παλιές εκδόσεις για ιστορικούς κυρίως λόγους).
Ενδεχομένως να προστεθούν και άλλα, νέα έντυπα και υλικό στην πορεία.
Παράλληλα θα δώσω και άλλα έντυπα, ανακοινώσεις κ.τ.λ. εκείνης της εποχής, ακόμα και υλικό από τα πειραματικά Τμήματα Προλυκοπούλων πανελληνίως, διότι είναι σημαντικά για να καταλάβετε το τι ακριβώς ασύλληπτο γινόταν τότε... Από αυτόματο σύστημα αναγγελίας ανακοινώσεων (για να πάψουν πια να χάνονται οι ανακοινώσεις στο... δρόμο) μέχρι "ιδιαίτερα μαθήματα" για τους βαθμοφόρους που τότε έγραφαν τη μελέτη τους για το Δ.Δ. !!!
Δείτε με ανοιχτό μάτι και ακόμα πιο ανοιχτό μυαλό όλο αυτό το υλικό και την προσπάθεια γενικότερα. Πολλές νέες ιδέες θα σας έρθουν και αρκετά πράγματα θα γίνουν καλύτερα. Μακριά από στερεότυπα και προκαταλήψεις.
Αν εκείνη την εποχή μπορούσαν να γίνουν τόσα πολλά από τόσους λίγους, με εκείνα τα πρωτόγονα μέσα (δείτε στην "πρόσκληση" (κλικ εδώ) την ταχύτητα σύνδεσης με το Δίκτυο -πρωτοποριακό και αυτό- της Περιφέρειας : 2400 bps και συγκρίνετέ το με το σημερινό 1024 Κbps -500 φορές πιο γρήγορο!- για να μη μιλήσουμε για 8 ή 10 Mbps...) τότε σήμερα τι θα μπορούσε να γίνει ;
Μαζί με το υλικό αυτό, έχει ανοιχτεί και ειδικός χώρος συζήτησης (forum) για τους βαθμοφόρους με τους οποίους συνεργάζομαι αυτή την εποχή στη μελέτη τους για το Δ.Δ.
Ο χώρος αυτός (κλικ για το forum) στο μεγαλύτερο κομμάτι του είναι ανοιχτός σε όλους για ανταλλαγή απόψεων σε θέματα παιδαγωγικά, Λυκοπουλικά και γενικά θέματα που σχετίζονται με μελέτες Δ.Δ.
Μπορείτε ελεύθερα και εσείς να επισκεφθείτε το χώρο και να ανταλλάξετε ιδέες, γνώσεις και εμπειρίες.
Μη φοβάστε, δεν θα τους "κάνετε ζημία". Έχουν το ελεύθερο να συνεργαστούν με όποιον θέλουν και να αντιγράψουν από όπου θέλουν, αρκεί -και μόνο- να αναφέρουν την πηγή.
Καλοδεχούμενες είναι επίσης και πλήρεις μελέτες Δ.Δ. (σε ηλεκτρονική μορφή) για να χρησιμεύσουν ως βιβλιογραφία στους... επόμενους. Δεν έχετε παρά να μου τις στείλετε.

Στο σημείο αυτό θέλω μετά από τόσα χρόνια να ευχαριστήσω και πάλι όλους αυτούς που τότε βοήθησαν πολύ τον Κλάδο Λυκοπούλων της Π.Ε. Σαρωνικού, να κάνει αυτή την υπερπροσπάθεια. Ήταν μια ομαδική προσπάθεια, που πιστεύω ότι έφερε ένα καλό αποτέλεσμα. Τα άτομα αυτά , αναφέρονται εξ’άλλου και στα έντυπα. Έχει χαθεί η πρώτη σελίδα αλλά τα ονόματα -στη δεύτερη- διασώθηκαν.
Ιδιαίτερα όμως θέλω να ευχαριστήσω ένα φίλο και αδελφό που δεν βρίσκεται πια μαζί μας, έφυγε πολύ πολύ νέος, πριν καν ολοκληρώσει τις σπουδές του. Τον Κώστα Gus Σπυρίδη. Ας είναι καλά εκεί που βρίσκεται. Ελπίζω να ικανοποιείται βλέποντας ότι εκείνα τα πρώτα βιβλία που μου είχε παραχωρήσει, έπιασαν τόπο.
Τον περιμένουμε μαζί με τον Πάνο το Σιμητό, που είναι και πάλι κοντά μου, για να ξαναπάμε σε εκείνο το ραντεβού... Γιατί στο τελευταίο μας την έσκασε... είχε άλλη παρέα...

Αγαπητές μου φίλες, αγαπητοί μου φίλοι. Αυτό είναι κάτι που ήθελα πολλά χρόνια να ξανακάνω. Έπρεπε κάποια πράγματα να πάνε τόσο άσχημα για να μπορέσω να βρω τελικά τον απαραίτητο χρόνο (!).
Χαρείτε αυτό το υλικό, αν όχι για κάτι άλλο, για ιστορικούς και μόνο λόγους...
Γιατί η γνώση και η πληροφορία δεν πρέπει να μένει κλεισμένη και αποκλεισμένη.

Τολμώ να πω ότι αν κάποιοι τότε -σε όλη την Ελλάδα- δεν είχαν την τόλμη να πειραματιστούν, τα Λυκόπουλα σήμερα δεν θα ήταν αυτό που όλοι ξέρουμε. Πράγματα όπως συνεκπαίδευση, 5 τομείς, ερασιτεχνικές ασχολίες, μηνιαίο θέμα, JOTA/JOTI στην Αγέλη, κωπηλασία, ιστιοπλοΐα με optimist, ειδικοί συνεργάτες, συνδρομές στα Τμήματα, χειμερινές κατασκηνώσεις αλλά και τρομακτική κάθοδος του Μ.Ο. ηλικίας που ο βαθμοφόρος παίρνει το Δ.Δ., νέα παιδιά στην εκπαίδευση, πράγματα αυτονόητα σήμερα, δεν ήταν τόσο αυτονόητα πριν λίγα χρόνια.

Θέλω να δηλώσω και να τονίσω ιδιαίτερα ότι το υλικό αυτό δεν αποτελεί επίσημο εκπαιδευτικό υλικό του Σ.Ε.Π. ή του Κλάδου Λυκοπούλων (παρά το ότι είχε δοθεί και στην 299η Σ.Β.Ε.Β.Λ.).
Ενδεχομένως σε κάποια σημεία να έρχεται ακόμα και σε αντίθεση με τα ισχύοντα ή τη μεθοδολογία του Κλάδου. Χρησιμοποιήστε το με κάθε προσοχή και με δική σας ευθύνη.
Δεν πρόκειται να ασχοληθώ
με οποιονδήποτε αρχίσει να μου παραπονείται ή να διαφωνεί με τα περιεχόμενα, τις ιδέες και τις προτάσεις του υλικού, διότι είναι μόνο αυτό : ιδέες και προτάσεις και τίποτα άλλο.
Κάντε το υλικό ό,τι θέλετε αρκεί μόνο να τηρηθούν δύο προϋποθέσεις :
1. Να διατηρηθούν τα στοιχεία του αρχικού συγγραφέα ή να γίνεται σαφής αναφορά σε αυτόν αν χρησιμοποιήσετε κομμάτια μόνο του υλικού.
2. Η χρήση του υλικού να μην αποφέρει οικονομικό όφελος σε εσάς (εκτός ίσως το κόστος αναπαραγωγής του).
Καλή... όρεξη. Θα χαρώ να σας ξαναδώ στο μαγαζί μας....
Αν έχετε και σεις κάποιες παλιές συνταγές της Ιταλίδας γιαγιάς σας, μην τις κρατάτε για τον εαυτό σας πονηρούληδες !
Στείλτε τις εδώ να τις χαρούμε όλοι μαζί. Όπως κάνουμε τόσα χρόνια τώρα...
Στέλιος Κεσσανίδης
ΣΕΙΡΙΟΣ*
"Ο μάγερας"...

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ : ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

 
Θεατρικά Χριστουγέννων

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα (Άντερσεν Χανς Κρίστιαν)

Έπεφτε πυκνό χιόνι και κόντευε να νυχτώσει. Ήταν η τελευταία βραδιά του χρόνου, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέσα σ' εκείνο το κρύο και σ' εκείνο το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο, χωρίς να φοράει τίποτα στο κεφάλι, ούτε στα πόδια του.
Η αλήθεια είναι πως, όταν βγήκε από το σπίτι της, φορούσε παντούφλες, αλλά δεν της κράτησαν πολύ: ήταν κάτι μεγάλες παντούφλες, που τις είχε λιώσει η μητέρα της, τόσο μεγάλες ώστε η μικρή τις έχασε, καθώς έτρεξε να περάσει το δρόμο, ανάμεσα σε δυο αμάξια που λίγο έλειψε να την χτυπήσουν. Τη μια την έχασε. Την άλλη, τη βρήκε ένα παιδί και την πήρε μαζί του, για να τη δώσει στην αδερφούλα του, να την κάνει κούνια για την κούκλα της.
Το κοριτσάκι βάδιζε ξυπόλητο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Μέσα στην τσέπη της κουρελιασμένης ποδιάς της είχε ένα σωρό σπίρτα. Στο χέρι της κρατούσε κι άλλα κουτιά γεμάτα, γιατί αυτή τη δουλειά έκανε: πουλούσε κουτιά με σπίρτα στους δρόμους.
Όμως εκείνη την ημέρα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί, γιατί οι άνθρωποι έτρεχαν να προφυλαχτούν από το κρύο κι από το χιόνι, και κανείς δε στεκόταν για ν' αγοράσει σπίρτα. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί και δεν είχε ούτε μια δεκάρα στην τσέπη της. Το κοριτσάκι πεινούσε και κρύωνε κι ήταν αδύνατο, κι έτρεμε ολόκληρο.
Η καημένη η μικρούλα! Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν στα ξανθά της μαλλιά, που σχημάτιζαν μπούκλες γύρω απ' το λαιμό της. Τα φώτα έκαναν να λάμπουν τα τζάμια των παραθυριών κι έφτανε ως το δρόμο η μυρωδιά από τα πουλερικά που έψηναν στις κουζίνες. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σε μια γωνιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια.
Το κοριτσάκι πάγωνε όλο και πιο πολύ, αλλά δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι της: θα πήγαινε τα κουτιά με τα σπίρτα, κι ούτε μια δεκάρα. Ο πατέρας της θα τη μάλωνε κι άλλωστε, μήπως και μέσα στο σπίτι της δεν έκανε τόσο κρύο; 'Έμεναν ψηλά, σε μια σοφίτα, κι ο άνεμος φυσούσε ανάμεσα απ' τις τρύπες της σκεπής, μ' όλο που τις πιο μεγάλες τις είχανε βουλώσει με άχυρο και με κουρέλια.
Τα καημένα τα χεράκια της δεν τα' νιωθε πια από το πολύ το κρύο. 'Ένα σπίρτο θα τα ζέσταινε λιγάκι. Αν τολμούσε να βγάλει ένα, μονάχα ένα, απ' το κουτί και να τ' ανάψει να ζεστάνει τα δάχτυλά της; Τράβηξε ένα: κριτς! Πώς έλαμψε! Πώς άναψε! Ήτανε μια φλογίτσα καθαρή και ζεστή κι έμοιαζε με κεράκι, καθώς τη σκέπασε με τις χούφτες της. Τι παράξενο φως! 'Έμοιαζε τώρα μ' ένα κοριτσάκι, καθισμένο μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, που το σκέπασμά της ήτανε γυαλιστερό.
Η φωτιά έκαιγε εκεί μέσα τόσο υπέροχα και ζέσταινε τόσο καλά! Αλλά τι έγινε; Μόλις το κοριτσάκι άπλωσε τα ποδαράκια του για να τα ζεστάνει, η φλόγα έσβησε και η σόμπα εξαφανίστηκε. Η μικρούλα βρέθηκε καθισμένη στη γωνιά της, ανάμεσα σε δυο σπίτια, και κρατούσε στο χέρι της ένα σπίρτο καμένο.
Άναψε και δεύτερο σπίρτο, και, καθώς η λάμψη έπεσε πάνω στον τοίχο του σπιτιού, το κοριτσάκι μπορούσε τώρα να δει ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου ήταν στρωμένο ένα τραπέζι, με κάτασπρο τραπεζομάντιλο, με πιάτα από πορσελάνη που αστραφτοκοπούσαν και ο τοίχος έγινε διάφανος σαν ατμός. με μια μεγάλη πιατέλα, όπου μια χήνα ψητή άχνιζε και σκόρπιζε μια ορεχτική ευωδιά.
Τι έκπληξη! Τι ευτυχία! Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κι η ψημένη χήνα κύλησε ως εκεί που καθότανε το φτωχό κοριτσάκι. Αλλά το σπίρτο έσβησε και, μπροστά στη μικρούλα, ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών. 'Άναψε αμέσως και τρίτο σπίρτο. Και τότε το φτωχό κοριτσάκι είδε πως καθόταν κάτω από ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ήτανε πιο μεγάλο και πιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου εμπόρου. Χίλια κεράκια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες εικόνες, σαν εκείνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, θαρρείς και της χαμογελούσαν. Το φτωχό κοριτσάκι σήκωσε τα δυο του χεράκια. Το σπίρτο έσβησε.
Όλα τα κεράκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ανέβαιναν, ανέβαιναν και τότε είδε πως δεν ήταν κεράκια, αλλά αστέρια. 'Ένα απ' αυτά τ' αστέρια έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει» μουρμούρισε το κοριτσάκι. Γιατί η γιαγιά του, που μόνο εκείνη ήτανε καλή γι' αυτό, αλλά δεν ζούσε πια, έλεγε συχνά: «Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα ανεβαίνει στο Θεό.»
Το φτωχό κοριτσάκι άναψε άλλο σπίρτο. Μέσα στη λάμψη του, παρουσιάστηκε η γιαγιά της που της χαμογελούσε. «Γιαγιά», φώναξε η μικρούλα, «πάρε με μαζί σου».
«Όταν θα σβήσω το σπίρτο, ξέρω πως δε θα είσαι πια εδώ. Θα χαθείς, όπως χάθηκαν η αναμμένη σόμπα, η ψημένη χήνα και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.» Πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της η γιαγιά, και πέταξαν κι οι δυο χαρούμενες, μέσα σ' εκείνη τη λάμψη. Δεν υπήρχε πια ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε αγωνία.
Ήταν κοντά στο Θεό!