Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΕΛΗΣ :Ο ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΟΣ ( ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

O Καλικάντζαρος (Ι. Κονδυλάκης)

Εκάθητο εις το τελευταίον θρανίον της τάξεως μεταξύ των άλλων, υπερβάντων, ως αυτός, το εικοστόν έτος της ηλικίας των, μυστακοφόρων και σοβαρών. Οι τρεις ούτοι είχον επονομασθεί υπό της τάξεως «patres conscripti», αλλά ουδείς ετόλμα να τους ονομάσει ούτω κατά πρόσωπον, διότι επεβάλλοντο διά της διαφοράς της ηλικίας και της σοβαρότητός των. Και οι τρεις ήσαν ολιγόλογοι και ελάχιστα διαχυτικοί, ιδίως δε ο περί ού ο λόγος, όστις σπανιώτατα εξήρχετο εις την αυλήν του Βαρβακείου κατά τα διαλείμματα αλλά και όταν εξήρχετο, το πρόσωπόν του ήτο απομονωμένον και απροσπέλαστον επί του υψηλού και ισχνού του σώματος. Πάντοτε σκυμμένος εις το βιβλίον του, εις ουδένα ωμίλει, και επειδή ο κλήρος τον ευνόει, ως λέγουν εις τα γυμνάσια, ήτο σχεδόν άγνωστος η φωνή του.
Αλλά μίαν ημέραν κατά το μάθημα της Λογικής, επειδή οι εξεταζόμενοι ήσαν αμελέτητοι κατά το σύνηθες, ο καθηγητής απευθυνθείς προς ημάς τους άλλους ηρώτησε:
- Ποιός ημπορεί να μου φέρει ένα παράδειγμα βάθους εννοίας; Εσύ;...Εσύ;...
Αλλά κανείς δεν έδιδε το ζητούμενον παράδειγμα. Επί τέλους, από το βάθος της τάξεως υψώθη βραχίων μέγας, ως του Βριάρεω.
- Λέγε, Νήφων, είπεν ο καθηγητής.
Τότε ηκούσθη μία φωνή έρρινος, χαλαρά και επίσυρτος, έχουσα κάτι το κλαυθμηρόν, μία φωνή παιδική και γεροντική συνάμα, η οποία ήρθρωσε την εξής λέξιν:
- Ο σιδερόδρομος!
Δεν περιγράφονται οι γέλωτες οι οποίοι επηκολούθησαν την στιγμιαίαν κατάπληξιν, γέλωτες οι οποίοι παρέσυραν και του καθηγητού την σοβαρότητα. Και πώς να παύσει έπειτα η θύελλα εκείνη της παιδικής ευθυμίας; Μάτην ο καθηγητής επροσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα λέγων ότι ο Νήφων Αηδονίδης ελθών εκ Κύπρου, όπου δεν υπάρχει σιδηρόδρομος, τόσον ησθάνθη θαυμασμόν, όταν είδε τον σιδηρόδρομον Πειραιώς-Αθηνών, ώστε έκτοτε αυτή η έννοια παρέμεινεν εις την διάνοιάν του ως η βαθυτέρα και θαυμασιωτέρα. Οι αρεσκόμενοι εις την αταξίαν, και τοιούτοι είναι πάντοτε οι περισσότεροι, υπεδαύλιζαν τον γέλωτα υποψιθυρίζονταν: «Ο Σιδερόδρομος! ο σιδερόδρομος». Ο καθηγητής επί τέλους ήρχισε να απειλεί, αλλά τότε οι ψιθυρισμοί μετετράπησαν εις ωρυγάς επί παντοίων τόνων, και η τάξις μετεβλήθη εις πανδαιμόνιον, εις το οποίον μόνον ο Νήφων έμεινε σοβαρός, σκυμμένος εις το βιβλίον του.
Ο δε καθηγητής απελπισθείς εκτύπησε με οργήν το βιβλίον επί της έδρας και απήλθεν.
Από της στιγμής εκείνης ο υψικάρηνος Νήφων έχασε το γόητρον το οποίον κυρίως ώφειλεν εις την σιωπήν του.
Του λοιπού όλοι οι μαθηταί τον ονόμαζαν Σιδερόδρομον και μαθητάρια δεκαπενταετή τον ελοιδόρουν αδεώς, του εσφύριζαν και του έψαλλαν και του εκραύγαζαν υπό την μύτην. Και όταν ανεχώρει από το γυμνάσιον, σμήνος παιδαρίων τον παρηκολούθει με αλαλαγμούς και εμιμούντο εκατέρωθεν αυτού τον πάταγον της ατμομηχανής και εφώναζαν:
- Τόπο, τόπο!...περνά ο σιδερόδρομος.
Την αυθάδειαν δε των παιδαρίων απεθράσυνεν η μεγάλη του Νήφωνος πραότης και δειλία. Αλλά επί τέλους μήπως ηδύνατο και ν' αντιταχθεί κατά τοσούτου πλήθους διαβόλων; Ως μόνην σωτηρίαν εύρε να έρχεται τελευταίος και να φεύγει τελευταίος και ούτω μόνον κατώρθωνε ν' αποφεύγει τας εμπαικτικάς διαδηλώσεις.
Αλλά κατά την παράδοσιν του καθηγητού της Γαλλικής, γεροντίου μύωπος και ολίγον ξεκουτιασμένου, ο Νήφων έδιδεν αφορμήν ες παντοία παιγνίδια ματαιούντα πολλάκις το μάθημα. Μίαν ημέραν κάποιος εκ των αστείων της τάξεως, καθήμενος πλησίον του Νήφωνος, ήρχισε να ρέγχει.
- Τι είναι αυτός ο θόρυβος; ηρώτησεν ο καθηγητής.
- Ο Νήφων ρουχαλίζει, κύριε καθηγητά, έσπευσαν και απήντησαν τινές των παρακαθήμενων, και ο ταλαίπωρος νέος επεπλήχθη, χωρίς να τολμά να διαμαρτυρηθεί, διότι μόνον το άκουσμα της φωνής του ήρκει να κινήσει γενικούς καγχασμούς.
Άλλοτε δε μιμούμενοι το παφ-παφ του σιδηρόδρομου, έλεγαν προς τον ερωτώντα καθηγητή:
- Είναι ο σεμέν -δε-φερ, κύριε καθηγητά.
- Μα πώς είναι δυνατόν ν'ακούεται εις τόσην απόστασιν ο σιδηρόδρομος; Σε ν'ε πα ποσίμπλ, μεζ αμί, σε ν'ε πα ποσίμπλ. Σουαγέ ραιζονάμπλ, βοαγιόν.


Μετοικήσας κατά τα τέλη Νοεμβρίου εις μίαν μεγάλην οικίαν της Νεαπόλεως, κατοικουμένην σχεδόν αποκλειστικώς υπό φοιτητών και μαθητών, ανεκάλυψα απροσδοκήτως ότι εις την αυτήν οικίαν εκατοίκει και ο Νήφων.
Και κατ'αρχάς μεν εδυσπίστει προς εμέ, αλλά επειδή εξ όλων των συμμαθητών εγώ ολιγώτερον τον επείραζα, ανεθάρρησε βαθμηδόν και εντός ολίγων ημερών εφθάσαμε εις ικανήν οικειότητα, ώστε να μου εκμυστηρευθεί και τας υποθέσεις της καρδίας του.
Διότι και καρδίαν είχεν αυτός ο σιδηρόδρομος και η καρδία του δεν ήτο κενή.
Απέναντι του παραθύρου του εκατοίκει κάποιος πολιτικός συνταξιούχος μετά της συζύγου, της θυγατρός του και μιας υπηρετρίας. Ο Νήφων κατ'αρχάς έστρεψε τα ερωτικά του βέλη προς την θυγατέρα. Αλλά εκείνη όταν ενόησε τας προθέσεις του εξεκαρδίσθη και ανεφώνησεν ώστε να την ακούσει ο Νήφων:
«Μπα το σκιάχτρο, που θέλει και κόρτε!».
Ο δε Νήφων και φύσει μετριόφρων ήτο και οι χλευασμοί των συμμαθητών είχαν συντελέσει να σχηματίσει περί του εαυτού του ελεεινήν ιδέαν. Και δεν εδυσκολεύθη να υποβιβάσει τας αξιώσεις του εις την υπηρέτριαν και συγκατάβασιν μάλιστα όχι μικράν εκ μέρους της εθεώρησε το ότι αυτή δεν απέκρουσε με χλεύην τον έρωτά του.
Είχαν παρέλθει μήνες έκτοτε και οι δύο ερασταί εφλέγοντο μακρόθεν, χωρίς να δύνανται να συνεννοηθούν δι'επιστολών, διότι η Ασημίνα δεν εγνώριζε γράμματα, και χωρίς να δύνανται να ομιλήσουν, διότι οι φιλάργυροι και ιδιότροποι οικοδεσπόται εφρόντιζαν πάντοτε να μη την αφήνωσι μόνην, την δε νύκτα ησφάλιζαν με διπλούς μοχλούς την θύραν. Την Κυριακήν δε κατά την λειτουργίαν έμενε πότε ο γέρων πότε η γραία εις την οικίαν, και ούτω ο Νήφων έπασχε του Ταντάλου τα βάσανα.
Αλλά κατά την εσπέραν της 23 Δεκεμβρίου μου ανήγγειλε με χαράν ότι, όπως του εψιθύρισεν εκ του παραθύρου η Ασημίνα, την νύκτα των Χριστουγέννων θα επήγαιναν όλοι εις την εκκλησίαν και θα την άφηναν μονη δια να ετοιμάσει το χριστουγεννιάτικον γέυμα. Επί τέλους παρουσιάζετο η πολυπόθητος ευκαιρία. Ο Νήφων κατείχετο όλην την ημέρα υπό πυρετώδους ανυπομονησίας, η οποία ήυξανεν όσον επλησίαζεν η ώρα της συναντήσεως. Δεν ηδύνατο να εύρει ησυχίαν. Τον είδα και να χορεύει. Το είδα και αυτό το θέαμα. Κατά την εσπέραν όμως τον είδα κατηφή και συλλογισμένον.
- Τι λές; μου είπε. Δεν είναι αμαρτία, την ώρα που θα είναι οι άλλοι Χριστιανοί στις εκκλησίες, εγώ να βρίσκομαι σε μια κουζίνα για ερωτοδουλειές;
Δεν ευρήκα τίποτε να κατασιγάσω τους δισταγμούς και τους φόβους του. Αλλά με την βοήθειαν του έρωτος τους κατεσίγησε μόνος του και όταν εσήμαναν οι κώδωνες, ο Νήφων Αηδονίδης, τρέμων από το ψύχος και την συγκίνησιν, εστέκετο εις τα πρόθυρα της οικίας μας. Το υψηλόν ως στύλος υποκείμενόν του έρριπτε μακράν μελανιάν επί του πεζοδρομίου. Όταν δε ήκουσε τους γείτονας εξερχόμενους απεσύρθη και εκρύβη εις την είσοδόν μας.
- Να 'χεις το νου σου, Ασήμω, έλεγεν ο γέρων.
- Να κλείσεις καλά την πόρτα από μέσα, παρήγγειλεν η γραία.
- Τα μάτια σου τέσσερα, προσέθηκεν η κόρη. Ήκουσες τι γράφουν οι εφημερίδες για τους λωποδύτες.
Και αφού εξήλθαν, οι γέροντες επανέλαβαν τας παραγγελίας και δεν απεμακρύνθηκαν παρά μόνον αφού ήκουσαν τον κρότον του σύρτου. Και πάλιν ο γέρων έστρεφεν εκ διαλειμμάτων την κεφαλήν και παρετήρει ανησύχως.
Αλλά μετά ολίγον εκρότησε πάλιν ο σύρτης αποσυρόμενος και προέκυψε σιγά σιγά εκ της σκιάς το ψηλόλιγνον σώμα του Αηδονίδου.
Εγώ ακκουμβών εις το υπερκείμενον παράθυρον, παρηκολούθουν τα γινόμενα, και όταν είδα τον εραστήν προχωρούντα μετά προφυλάξεων προς την απέναντι θύραν παιδαριώδης επιθυμία με κατέλαβε να τον πειράξω.
- Νήφων! του εψιθύρισα.
- Τι;
- Πρόσεξε μη σφυρίξεις κι ακούσουν οι γέροι.
- Γιατί να σφυρίξω;
- Δεν είσαι σιδηρόδρομος;

Δέκα μόλις λεπτά θα είχαν παρέλθει αφ' ότου ο Νήφων ευρίσκετο πλησίον της Αρετούσας του, ότε εκ του άκρου της οδού εφάνη ερχόμενος ανθρωπός τις. Και όταν έφθασεν εις τον πλησίον φανόν, ανεγνώρισα μετά εκπλήξεως τον γέροντα συνταξιούχον. Βρε, τον κακομοίρην τον Νήφωνα!
Ο γέρων έφθασε εις την θύραν, όταν δε ωθήσας αυτήν την εύρεν ανοικτήν, ωπισθοδρόμησεν, αντί να προχωρήσει, με επιφώνημα εκπλήξεως και φόβου. Μπα! Έπειτα ήνοιξε σιγά σιγά την θύραν και εισήλθεν˙ ήκουσα δε την φωνήν του να φωνάζει την υπηρέτριαν:
- Βρε Ασήμω! Ασημίνα!
Ο ταλαίπωρος Νήφων, ευρισκόμενος εις το μαγειρείον την στιγμήν εκείνην μετά της Ασημίνας, έσπευσε να κρυβεί εις παρακέιμενον δωμάτιον, η δε υπηρέτρια ανέμενε περίτρομος τον φοβερόν γέροντα.
- Πώς είναι η πόρτα ανοικτή; ηρώτησεν ούτος. Ποιος είναι μέσ' το σπίτι;
- Ξέρω κι εγώ; απήντησεν η Ασημίνα με αμηχανίαν. Ήκουσα κι εγώ θόρυβο, αλλά δεν ξέρω τι είναι. Ίσως είναι καλικάντζαροι.
- Τι καλικάντζαροι, βρε, και κολοκύθια; είπεν ο γέρων. Θα είναι κλέφτες.
Την στιγμήν εκείνην ήλθε πτάρνισμα δυνατόν εκ του δωματίου εις το οποίον ήτο κρυμμένος ο Νήφων.
- Να τους! Κλέφτες! εφώναξεν ο γέρων.
- Μωρέ, δεν είμαι κλέφτης και μη φωνάζεις, ήλθε φωνή έρρινος και παρηλλαγμένη εκ του δωματίου.
- Αμέ τί είσαι, κακό χρόνο να 'χεις;
- Μούουου! έκαμεν ο Νήφων, ως το «θηρίο της Αμέρικας» εις τον Καραγκιόζη. Μούουου! μούου!
Και με φωνήν ως εκείνη με την οποίαν απήντησεν άλλοτε εις την ερώτησιν του καθηγητού της Λογικής, ανεφώνησεν:
- Είμαι ο καλικάντζαρος!
Μυκώμενος δε ως ταύρος, εξώρμησεν εκ της κρύπτης του και έδραμε προς την εξώθυραν, φανταστικώς υψηλόλιγνος με σκέλη τεραστίου πελαργού.
Ο γέρων προ του μυκωμένου εκείνου τέρατος, το οποίον εις το σκότος του όρθρου και εις την ταραχήν της φαντασίας του εφάνη ως καμηλοπάρδαλις, έκλινεν εμβρόντητος επί του τοίχου, αφήσας ελευθέραν την δίοδον εις τον δολιχοσκελή καλικάντζαρον. Αλλά και η απλοϊκή Ασημίνα ηδύνατο κατά τας στιγμάς εκείνας να ορκισθεί με ειλικρίνειαν ότι είχε γίνει παίγνιον αληθινού καλικαντζάρου.

Άγνωστον ποίος εγνωστοποίησε το κωμικοτραγικόν τούτο συμβάν εις το γυμνάσιον. Και όταν, επαναληφθέντων των μαθημάτων, ενεφανίσθη εις την πλατείαν του Βαρβακείου ο Νήφων, μία κραυγή ανεπέμφθη εξ όλων σχεδόν των στομάτων:
- Να ο Καλικάντζαρος! να ο Καλικάντζαρος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου