Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΕΛΗΣ : ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΕΣ (ΕΥΓΕΝΕΙΑ-ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ-ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ)

Οι δώδεκα μήνες -  Ευγένεια, Αισιοδοξία, Αγάπη για το περιβάλλον


Ήταν κάποτε μια γριούλα , πολύ φτωχή. Έμενε σ’ ένα μικρό σπιτάκι και για μόνη της συντροφιά είχε μια κατσίκα που της έδινε το γάλα της. Η καημένη η γριούλα ζούσε με τα χόρτα που μάζευε από τα χωράφια και το γάλα της κατσικούλας της.

Μια μέρα , που έκανε κρύο, η γριούλα πήγε στο δάσος να μαζέψει ξύλα, να τα κάψει στη φωτιά για να ζεσταθεί. Εκεί που μάζευε  ξύλα, παρουσιάστηκε μπροστά της ένα όμορφο παλικάρι . Χαιρέτησε τη γριούλα και τη ρώτησε ευγενικά « θα ήθελα κυρούλα μου, να μου πεις ποια είναι η καλύτερη εποχή»

-          Όλες οι εποχές , καλό μου παλικάρι, καλές και ωραίες είναι, απάντησε η γριούλα. Φθάνει να είναι κανείς γερός  για να τις χαίρεται. Και η άνοιξη και το φθινόπωρο και το καλοκαίρι και ο χειμώνας, η μια έχει πιο πολλές χάρες από την άλλη.
-          Και από τους μήνες κυρούλα μου, συνέχισε το παλικάρι, ποιος είναι ο καλύτερος ;
-          Και κάθε μήνας λεβέντη μου έχει τη χάρη του. Όλοι τους είναι καλοί. Ο Μάιος με τα λουλούδια του, ο Ιούνης με τα σιτάρια, ο Οκτώβρης με τις βροχές του , ο  Δεκέμβριος με τις γιορτές , όλοι χαρίζουν χαρά και ευτυχία στους ανθρώπους.

Τα λόγια της γριούλας άρεσαν πολύ στο παλικάρι  και την κάλεσε να πάνε στο σπίτι του. Όταν έφθασαν στο βάθος του δάσους , η γριούλα αντίκρισε  ένα ολόλαμπρο παλάτι με μαρμάρινες σκάλες. «Αυτό είναι το σπίτι σου παλικάρι μου» ρώτησε το παλικάρι.
-Αυτό γιαγιά. Έλα να μπούμε να ξεκουραστείς.

Μπαίνοντας μέσα η γριούλα θαμπώθηκε από την ομορφιά και τα πλούτη του παλατιού. Στο βάθος μιας μεγάλης αίθουσας ήταν ένας χρυσός θρόνος και κάτω στρωμένα χαλιά με ωραία χρώματα. Τους τοίχους στόλιζαν όμορφες ζωγραφιές . Και από τα  κρυστάλλινα παράθυρα έμπαινε το φως του ήλιου και φώτιζε το πρόσωπο ενός ασπρομάλλη γέροντα, που προχωρούσε προς το χρυσό θρόνο με μια ακολουθία πίσω του. Η γριούλα έμεινε άφωνη και κοίταζε με έκπληξη και θαυμασμό !
Κοντά στο γέροντα βάδιζαν τέσσερις ωραιότατες κοπέλες με πολύχρωμα φορέματα.  Στα χέρια τους κρατούσαν καλάθια με λουλούδια, φρούτα, πουλιά , πεταλούδες. Πίσω ακολουθούσαν δώδεκα παλικάρια , άλλα ξανθά, άλλα μελαχρινά με χαρούμενα πρόσωπα.

Ο γέροντας κάθισε στο θρόνο του. Πίσω του δεξιά και αριστερά  στάθηκαν από δυο κοπέλες και πίσω από κάθε κοπέλα στάθηκαν από τρία παλικάρια.
Η γριούλα πλησίασε το θρόνο , έκανε μια βαθιά υπόκλιση, χαιρέτησε πρώτα το γέροντα κι ύστερα τις κοπέλες και τα παλικάρια.
-Καλώς ήλθες , κυρούλα, της είπε ο γέροντας.
-          Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες είπαν και οι κοπέλες και τα παλικάρια. Πώς έφθασες ως εδώ με αυτό τον παλιοχειμώνα;
-          Α, όχι! Λέει η γριούλα. Μη λέτε κακό για το  χειμώνα. Κάνει βέβαια κρύο και χιόνια πολλά , αυτά όμως είναι ωφέλιμα. Τα χιόνια και οι βροχές χρειάζονται για να ποτισθεί η γη με νεράκι. Και το κρύο πάλι χρειάζεται για να ψοφούν  τα μικρόβια . Δεν είναι παλιοχειμώνας, είναι καλός.
-          Τότε κυρούλα, είπαν τα παλικάρια, ποιος μήνας είναι κακός ;
-          Κανένας δεν είναι κακός παιδάκια μου. Καθένας έχει τις χάρες του και τις ομορφιές του. Ο Ιανουάριος έχει την Πρωτοχρονιά με τον Αη Βασίλη, ο Φεβρουάριος με το Μάρτιο  τις Απόκρηες  που χαίρεται και διασκεδάζει ο κόσμος, άσε που με τις βροχές χορταίνει η γη νερό. Ο Απρίλιος και ο Μάιος φέρνουν τα λουλούδια και τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα. Ο Ιούνιος , ο Ιούλιος και ο Αύγουστος είναι γεμάτοι από σοδειές και φρούτα. Ο Σεπτέμβριος έχει τα σταφύλια . Ο Οκτώβριος και ο Νοέμβριος είναι οι μήνες που οι γεωργοί σπέρνουν τα χωράφια τους . Άσε πια το Δεκέμβρη με τα χιόνια του και τις γιορτές του.

Τα δώδεκα παλικάρια και οι τέσσερις κοπέλες χάρηκαν τόσο πολύ για τα καλά λόγια της κυρούλας. Γιατί τα παλικάρια , όπως θα καταλάβατε ήταν οι δώδεκα μήνες και οι κοπέλες , οι τέσσερις εποχές. Όσο για το γέροντα δεν ήταν άλλος από το γέρο – χρόνο που έχει παιδιά του τους μήνες και τις εποχές. Έτσι πήραν την κυρούλα , της άναψαν φωτιά να ζεσταθεί και της πρόσφεραν τα καλύτερα φαγητά. Και αργότερα όταν ξεκίνησε να φύγει για το σπιτάκι της, της γέμισαν το σακούλι της  με κάτι πράγματα αρκετά βαριά. Της είπαν μόνο να ανοίξει το σακούλι μόλις φθάσει στο σπίτι της.
Ευχαρίστησε όλους η κυρούλα κι έφυγε ! Όταν έφτασε στο σπιτάκι της , άνοιξε το σακούλι της και τι να δει ! Ήταν γεμάτο χρυσά νομίσματα !

Απ’ την πολλή χαρά της έτρεξε και φώναξε μια γειτόνισσά της και της έδειξε τα νομίσματα. Ύστερα άρχισε να λέει την ιστορία της με τα παλικάρια και τις κοπέλες. Προτού όμως καλά – καλά τελειώσει την ιστορία της, η γειτόνισσα είπε αποφασιστικά :
-          Θα πάω κι εγώ .

Και χωρίς να χάσει καιρό , ξεκίνησε για το δάσος. Εκεί  έκανε πως μάζευε  και προχωρούσε σιγά – σιγά προς το τέλος του δάσους. Έτσι έφθασε κουρασμένη στο παλάτι του γέρο- χρόνου. Όταν τα δώδεκα παλικάρια τη ρώτησαν γιατί έφτασε μέχρι εκεί , τους απάντησε :
-          Μ’ αυτόν τον παλιοχειμώνα, παιδιά μου , πώς μπορώ να ζήσω χωρίς φωτιά ;  Ήρθα να μαζέψω λίγα ξύλα , για να μη με πεθάνουν αυτοί οι παλιομήνες.
-          Και ποιοι μήνες είναι οι καλοί, κυρούλα μου ;  ρώτησαν τα παλικάρια.
-          Κανένας δεν είναι καλός παιδιά μου. Οι χειμωνιάτικοι με τα χιόνια και τα κρύα, οι φθινοπωρινοί με τις βροχές , οι ανοιξιάτικοι σε πεθαίνουν στη δουλειά , άσε πια τους καλοκαιρινούς που σε σκάνε από τη ζέστη. Ποιον να πρωτοθαυμάσεις .

Τα παλικάρια στενοχωρήθηκαν πολύ με την απάντηση της  αλλά δεν είπαν τίποτα. Αντίθετα περιποιήθηκαν τη γυναίκα με το παραπάνω. Σαν έφυγε τις γέμισαν ένα σακούλι  με κάτι βαρύ και της είπαν να το ανοίξει μόνο σα θα φτάσει στο σπίτι της.

Χωρίς να πει ευχαριστώ εκείνη και χωρίς να μαζέψει ούτε ένα ξύλο για το τζάκι της έτρεξε στο σπίτι της. Έκλεισε πόρτες και παράθυρα και άνοιξε με αγωνία το σακούλι για τα μετρήσει τα χρυσά νομίσματα.

Μα τι να δει ! Το σακούλι της ήταν γεμάτο πέτρες. Ήταν η αμοιβή της για τον άσχημο τρόπο με τον οποίο είχε συμπεριφερθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου