Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΕΛΗΣ : Η ΑΓΑΠΗ ΤΡΕΦΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ( ΕΥΓΕΝΕΙΑ-ΦΙΛΙΑ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ-ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ-ΦΙΛΑΛΗΘΕΙΑ)

Η αγάπη τρέφει την αγάπη - Ευγένεια , Φιλία , Χρησιμότητα, Αλληλοβοήθεια Δικαιοσύνη , Φιλαλήθεια


Ζούσε μια φορά και ένα καιρό στην άκρη ενός χωριού μια γριούλα , που τη λέγανε Μπλαμπλώ. Όλος ο κόσμος πίστευε πως η κυρά Μπλαμπλώ ήταν μάγισσα , μα μια μάγισσα καλή, όχι όπως όλες οι άλλες. Γιατί όχι μόνο δεν έκανε ποτέ κακό σε κανένας, αλλ’ αντιθέτως δεν έχανε ευκαιρία για να κάνει το καλό.

Κάθε πρωί η κυρά Μπλαμπλώ έστελνε το αρνάκι της τον Ασπρούλη, στο λόγγο να της φέρει γαλαζοάγκαθο. Όταν το αρνάκι της έφερνε το γαλάζιο αγκάθι, που  το κρατούσε με τα μικρά του δοντάκια, η κυρά Μπλαμπλώ το έπαιρνε και το έβαζε να βράσει . Ύστερα έπαιρνε το ζουμί του και γύριζε στα γύρω χωριά. Όπου ήταν άρρωστο παιδάκι, του έδινε να πιει από αυτό και εκείνο γινόταν καλά.

Κουρασμένη γύριζε το βράδυ η κυρά Μπλαμπλώ στο μικρό της καλύβι. Ο Ασπρούλης της την περίμενε πάντα στο κατώφλι.
-          Ασπρούλη μου σήμερα γιατρέψαμε με το γαλαζοάγκαθο πέντε παιδάκια από λαιμό, τέσσερα από βήχα και τρία από κοιλιακά.
-          Μπεεεε ! έκανε ευτυχισμένος ο Ασπρούλης γιατί καταλάβαινε ότι είχε βοηθήσει και αυτός στην καλή πράξη.

Ύστερα γριούλα και αρνάκι έπεφταν να κοιμηθούν.
Ένα πρωί η κυρά Μπλαμπλώ είπε στον Ασπρούλη.
-          Άντε Ασπρούλη μου, ο Θεός ξημέρωσε και σήμερα μιαν ευλογημένα μέρα. Σύρε στο λόγγο να βρεις γαλάζιο αγκάθι, να μου το φέρεις, να κάνω γιατρικά. Έμαθα πως στο Αλεποχώρι όλα τα παιδιά έχουν αρρωστήσει με πυρετό.

Έτριψε το κεφαλάκι του το μικρό αρνί στα ρούχα της γριάς, σα να της έλεγε πως κατάλαβε κι ύστερα έτρεξε στο λιβάδι.

Περπάτησε, περπάτησε , ώσπου έφτασε στο λόγγο. Περίεργο όμως !  Όσο  κι αν έψαχνε, δε μπόρεσε να δει πουθενά γαλαζοάγκαθο. Μα εδώ στο ίδιο μέρος χτες και προχτές είχε ένα σωρό. Προχώρησε ακόμη περισσότερο. Τίποτα. Ξαφνικά ο Ασπρούλης βρέθηκε μπροστά σε μια βαθιά χαράδρα. Έφτασε στην άκρη και κοίταξε κάτω.

-          Πρέπει να κατέβω , σκέφτηκε. Ίσως εκεί κάτω βρω γαλαζοάγκαθο.
Στο βάθος της χαράδρας κυλούσε ένα μικρό ποτάμι. Πλησιάζοντας το ποταμάκι Ασπρούλης είδε ένα νάνο να μαζεύει πέτρες και να τις βάζει σ’ ένα κίτρινο σακούλι. Σαν είδε τον Ασπρούλη, το ρώτησε :
-          Τι γυρεύεις εδώ κάτω αρνί ;
-          Γυρεύω γαλάζιο αγκάθι. Το θέλει η κυρά μου για να φτιάξει
γιατρικό για τα άρρωστα παιδάκια. Δε βρίσκω όμως πουθενά.
-          Εγώ ξέρω που υπάρχει. Αν θέλεις όμως να σου πω, πρέπει να με βοηθήσεις.
-          Θα σε βοηθήσω  , θα κάνω ό,τι θέλεις, είπε το αρνάκι πρόθυμα.
-          Βλέπεις εκεί πάνω στην απέναντι πλαγιά τον αδελφό μου, που χτίζει ένα σπιτάκι;  Γι’ αυτόν μαζεύω τούτες τις πέτρες. Έλα να σου κρεμάσω το σακούλι στο λαιμό να του το πας.

Κάθισε ο   Ασπρούλης και ο παράξενος νάνος το φόρτωσε με τις πέτρες. Ύστερα σηκώνοντας το μεγάλο βάρος άρχισε ν’ ανεβαίνει την πλαγιά. Σαν έφτασε κοντά στο δεύτερο νάνο, εκείνον που έχτιζε το σπιτάκι, ένιωθε πολύ κουρασμένο. Ο χτίστης νάνος γύρισε, του ξεπέρασε το σακούλι από το λαιμό και του είπε:
-          Δε φτάνουνε. Θέλω κι άλλες.

Γύρισε ο Ασπρούλης κάτω στο ποτάμι.

-          Μήπως χρειάζεται κι άλλες ο αδελφός μου ; ρώτησε ο νάνος. Και το αθώο αρνί που δεν ήξερε να λέει ψέματα, απάντησε:
-          Ναι, θέλει κι άλλες.
-          Ετοιμάσου τότε να ξαναπάς. Και για δεύτερη φορά κρέμασε στο
λαιμό του αρνιού ένα σακούλι γεμάτο βαριές πέτρες. Τώρα όμως ο Ασπρούλης δυσκολευόταν πολύ περισσότερο από πριν να ανέβει την ανηφόρα. Έκανε δυο βήματα μπρος και τρία πίσω. Τα αδύνατα ποδαράκια του θαρρείς και δεν το βαστούσαν. Το βάρος του σακουλιού του φαινόταν ασήκωτο. Πρέπει να πάω σκεφτόταν ο Ασπρούλης. Αλλοιώς δεν πρόκειται να βρω γαλάζιο αγκάθι και η κυρά Μπλαμπλώ δε θα μπορέσει να φτιάξει το γιατρικό για τα άρρωστα παιδάκια. Και βάζοντας όλα του τα δυνατά,  ύστερα από πολλή ώρα έφτασε επί τέλους κοντά στο χτίστη νάνο.

-          Δε φτάνουν είπε πάλι εκείνος. Θέλω κι άλλες.

Ο Ασπρούλης  στεναχωρήθηκε πολύ , όταν άκουσε έτσι. Φοβόταν  πως δε θα μπορούσε να ανεβεί για τρίτη φορά την πλαγιά με τόσο φόρτωμα. Για μια στιγμή πέρασε από το νου του να μην ξαναγυρίσει στο ποταμάκι, αλλά να πάρει το δρόμο για το χωριό. Θα έλεγε στην κυρά του ότι σήμερα δε μπόρεσε να βρει το γαλαζοάγκαθο κι εκείνη , που τόσο τον αγαπούσε , δε θα τον μάλωνε.

Μα ενώ έκανε να πάρει το δρόμο για το χωριό, πάλι μετάνιωσε. Αχ ήταν τόσο φιλότιμο το μικρό αρνί…………
-          Χρειάζεται κι άλλες πέτρες ; είπε ο νάνος του ποταμού.
-          Χρειάζεται, χρειάζεται , απάντησε το αρνάκι κι έσκυψε το λαιμό του , για να του περάσει εκείνος το βαρύ σακούλι.

Τώρα ήταν, που δε μπορούσε καθόλου να σκαρφαλώσει τη μεγάλη ανηφόρα  ο Ασπρούλης.

Το βάρος του σακουλιού αλλά και η κούραση το έκαναν όλο να γλιστράει , όλο βρισκόταν στο ίδιο σημείο.

-          Πρέπει να φτάσω, πρέπει να φτάσω, έλεγε διαρκώς στον εαυτό του.

Έτσι αφού παιδεύτηκε ώρες κι ώρες κάποτε κατάφερε κι έφτασε. Ο νάνος, που έχτιζε , χωρίς να το ξεφορτώσει, πήρε δυο τρεις πέτρες από το σακούλι και του είπε:  

-          Αυτές μου φτάνουν, δεν τις θέλω τις άλλες.

Ήταν τόση η χαρά του Ασπρούλη, που δε σκέφτηκε να του ζητήσει να τον ξεφορτώσει. Γεμάτο χαρά γύρισε στο ποταμάκι.

-          Δεν …. Δε χρειάζεται άλλες, φώναξε του νάνου. Πες μου τώρα πού είναι το γαλαζοάγκαθο;
-          Να κοίταξε εκεί. Βλέπεις αυτό το θάμνο κοντά στο δάσος; Πίσω από το θάμνο το πρωί είδα πολύ γαλαζοάγκαθο.
-          Ευχαριστώ , είπε μόνο το ευγενικό αρνάκι κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ήταν αρκετά μακριά, όταν πρόσεξε ότι είχε ακόμη στο λαιμό του το σακούλι με τις υπόλοιπες πέτρες. Πόσο το εμπόδιζε ! Τώρα μονάχο του δε μπορούσε να κάνει το καημένο τίποτα.

Φορτωμένο λοιπόν τις άχρηστες πέτρες
έφτασε μέχρι το θάμνο με το γαλάζιο αγκάθι κι έκοψε με τα δοντάκια του όσο περισσότερο μπορούσε. Ύστερα πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Κόντευε πια να νυχτώσει. Ολόκληρη μέρα είχε περιπλανηθεί στο λόγγο. Βρήκε την καλή κυρά Μπλαμπλώ ανήσυχη να ψάχνει να το βρει.

-          Αχ πως φοβήθηκα για σένα ! του είπε. Νόμισα πως σε βρήκε ο λύκος. Με το ένα της χέρι πήρε το γαλαζοάγκαθο και με το άλλο
έκανε να του βγάλει το σακούλι από το λαιμό. Μα καθώς γεμάτη απορία έκανε να αδειάσει στο χώμα τις πέτρες, έβαλε μια φωνή :
-          Θεέ μεγαλοδύναμε, χρυσάφι. Αληθινό χρυσάφι, είπε καθώς άδειαζε το σακούλι.

Πραγματικά εκείνες οι πέτρες, που τις είχε βάλει στο σακούλι ο νάνος ήταν ολόχρυσες.

Χαρούμενη για το ανέλπιστο δώρο η κυρά Μπλαμπλώ την άλλη κιόλας μέρα πούλησε το χρυσάφι στην πολιτεία, το έκανε χρήματα κι άρχισε να τα μοιράζει σ’ όλους τους ανθρώπους του χωριού της και στα γύρω χωριά. Κι αυτοί έπαιρναν μαστόρους , έφτιαχναν ωραία σπίτια , μεγάλες εκκλησίες, ευρύχωρα σχολεία. Κι ήταν όλοι πολύ ευτυχισμένοι.

Μα περισσότερο ευτυχισμένος από όλους ήταν ο Ασπρούλης, το φιλότιμο αθώο αρνί, που μ’ ένα χρυσό κουδουνάκι στο λαιμό του, που του αγόρασε η κυρά Μπλαμπλώ, γύριζε τώρα αμέριμνο το λιβάδι και το λόγγο.

Θ. Βγόντζας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου