Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΕΛΗΣ : 6.000.000 ΠΡΙΝ ( ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΣΗ -ΦΑΝΤΑΣΙΑ )

6.000.000πριν - Παγκόσμια Συναδέλφωση , Φαντασία


Από καιρό το είχα βάλει στο μάτι! Όχι αυτόν, τη σπηλιά του . Η σπηλιά του ήταν πιο κοντά στο ποτάμι. Και το ποτάμι έχει το φαγητό που μου χρειάζεται, έχει ψάρια. Σίγουρα θα του πάρω την σπηλιά. Είμαι πιο δυνατός και πιο νέος.
Προχωρούσε ανύποπτος. Κρατούσε πέτρες μεγάλες και στα δυο του χέρια. Πλησίασε το νερό. πλησίασα και εγώ κρυμμένος στις πυκνές φυλλωσιές. Είχα δυο χοντρές πέτρες στα χέρια μου. Φτάνανε για να τον σκοτώσω. Δε βιαζότανε. Όρθιος χάζευε τα ψάρια που κολυμπούσαν στο νερό. τα βήματα μου δεν θα τα άκουγε ούτε το αγρίμι. Εκείνος όμως τα άκουσε. Το κατάλαβα, γιατί σφίχτηκε το κορμί του, τ’ αυτιά του τρεμόπαιξαν και οι πέτρες που κρατούσε στα χέρια του έγιναν όπλο. Δε γινόταν να κρυφτώ. Δε γινόταν να τον σκοτώσω ξαφνικά. Στάθηκα σε μια σωστή απόσταση απ’ αυτόν. Ούτε κοντά, ούτε πάλι μακριά του .
Τον είχα εχθρό, με είχε εχθρό. Βλέπαμε τα ψάρια να τρέχουν στο νερό που άστραφτε, καθώς ο ήλιος ασήμωνε και ψάρια και νερό. Μπήκαμε σαν κάθε στο ποτάμι, να έτσι θα απλώναμε τα χέρια μας , θα πιάναμε ψάρια όπως κάναμε κάθε μέρα. Μα κάτι μας κρατούσε ακίνητους. Ήταν η μαγεία που μας είχε τυλίξει. Για φαντάσου, κάθε μέρα βλέπαμε να κολυμπούν τα ψάρια, μα τώρα προσέξαμε πως δεν τρέχανε στο νερό με την ίδια γρηγοράδα.
Έδειξα στον άλλον ένα ψάρι που σβέλτα γλιστρούσε στο νερό…πώς γλιστρούσε! Είδαμε τα άλλα ψάρια να τρέχουν να προλάβουν το γοργορόψαρο, μα αυτό είχε κιόλας χαθεί από τα μάτια μας, τόσο έτρεχε γρήγορα στο νερό. Γελάσαμε κι εγώ κι εκείνος.
Ζηλέψαμε τα ψάρια και εγώ και εκείνος. Πως γίνεται και τρέχουν στο νερό και δεν πνίγονται; Τον κοίταξα στα μάτια και έπιασα το βλέμμα του να με ρωτάει: Πώς γίνεται και τρέχουν στο νερό και δεν πνίγονται; Με τα μάτια μου του είπα: Δοκιμάζουμε; Δοκιμάζουμε να μπούμε στο νερό; είπαν και τα δικά του μάτια.
Και πέσαμε στο νερό και δεν πνιγήκαμε κι έβαλα τα δυνατά μου κι ήρθα πρώτος σαν εκείνο ακριβώς το ψάρι. Κουρασμένοι σταματήσαμε. Είχαμε έρθει λίγο πιο κοντά, αυτός, ο εχθρός μου κι εγώ.
Θυμηθήκαμε πως είμαστε εκεί για να βγάλουμε ψάρι να φάμε. Σκύψαμε στο νερό όταν… Η καρύδα μου’ δωσε μια, κόντεψε να με ρίξει κάτω. Την δεύτερη καρύδα την έφαγε στο κεφάλι ο άλλος. Σφίξαμε τις πέτρες που κρατούσαμε, σαν αστραπή γυρίσαμε και χτυπήσαμε αυτόν που μας πολέμαγε. Πίθηκοι ήταν που έπαιζαν. Πέταγαν σε μας ό,τι έβρισκαν στα δέντρα.
Παιχνίδι ήταν που κάτσαμε ακόμα στο νερό, να το χαρούμε. Λοιπόν το καταλάβαμε το παιχνίδι. Πετούσαν όσο γίνεται πιο μακριά αυτό που κρατούσαν στο χέρι. Εκείνος ο μικρός πίθηκος πέταξε την καρύδα τόσο μακριά … που οι άλλοι σάστισαν. Μετά τσιρίζοντας έδειξαν πως θαύμασαν και πως παραδέχτηκαν τον νικητή σαν πρώτο μεταξύ τους.
Ξεχάσαμε τα ψάρια. Βγήκαμε από το νερό και αρχίσαμε να παραβγαίνουμε στο πέταγμα της πέτρας, ‘όπως ακριβώς είδαμε να κάνουν οι πίθηκοι. Η δικιά του πέτρα πήγε μακρύτερα. Δέχτηκα πως με είχε νικήσει όπως το είχαν δεχτεί και οι πίθηκοι. Οι πίθηκοι είχαν κρεμαστεί από τα δέντρα και μας κοίταζαν. Κατάλαβαν πως είχαμε μάθει το παιχνίδι τους και αποφάσισαν να μας μάθουν ένα άλλο.
Στην αρχή δεν καταλαβαίναμε τι παίζανε. Με υπομονή μας το έδειξαν ξανά και ξανά. Κάτσαμε κάτω από ένα χοντρό δέντρο και μαθαίναμε. Νομίζω πως ο άλλος το κατάλαβε πρώτος. Λίγο, πολύ λίγο πιο πριν από μένα. Πατούσαν στη γη γερά. Μετά δίνανε ένα πήδημα, ποιος θα πηδήξει πιο ψηλά. Ξανά … ξανά… ψηλά…πιο ψηλά. Δεν προλάβαμε να το καλομάθουμε, και βέβαια δεν προλάβαμε να το παίξουμε, όταν βαρέθηκαν, φαίνεται οι πίθηκοι το πιο ψηλά… πιο ψηλά κι άρχισαν να πηδούν πιο μακριά…πιο μακριά. Άφησα την πέτρα που κρατούσα, παρακίνησα τον άλλον να κάνει το ίδιο και πηδούσαμε μία φορά ψηλά… ψηλά, μία φορά μακριά…μακριά. Τότε ήταν που κάποιος  πίθηκος , εκείνος ο κοκκινωπός με τα έξυπνα μάτια, μου άρπαξε την πέτρα. Θύμωσα πολύ.
Μη βιαστείς να με κατηγορήσεις. Αυτήν την πέτρα την πάλευα καιρό, τη χτύπαγα πάνω σε άλλες πέτρες, την έτριβα πάνω σε άλλες πέτρες κι έγινε έτσι μυτερή, κοφτερή πέτρα που με βοήθαγε να ζήσω. Γι’αυτό θύμωσα πολύ. Πήδηξα ψηλά να του αρπάξω την πέτρα μου, όπως είχα δει να πηδούν οι πίθηκοι, μα εκείνος πιο σβέλτος από μένα, κρεμάστηκε από άλλο κλαδί. Δεν το’ βαλα κάτω. Τον πρόλαβα, τον έπιασα απ’το πόδι, να η πέτρα θα ξαναρχόταν στα χέρια μου. Τσίριξε ο πίθηκος και πέταξε την πέτρα σ’έναν άλλο που άρχισε να τρέχει.
Ο γείτονας μου θέλησε να με βοηθήσει. Αλλά οι πίθηκοι είχαν ανακαλύψει ένα παιχνίδι που πολύ τους άρεσε και πολύ το γλεντούσαν. Έτρεχε ο ένας με την πέτρα μου στο χέρι και την έδινε σε λίγο σε άλλον πίθηκο, την άρπαζε αυτός και έτρεχε να την δώσει σε άλλον που κι αυτός την έδινε σε κάποιον άλλον…
Αποφάσισα πως θα έφτιαχνα καινούρια πέτρα όταν το χώμα κουνήθηκε κάτω απ’ τα πόδια μας. Μεγάλα ζώα, πολλά μαζί, φτάνανε τρέχοντας. Αν ήταν ένα θα το σκοτώναμε να φάμε. Αλλά ξέραμε πως όταν είναι πολλά μαζί μπορούν εκείνα να μας σκοτώσουν. Ανεβήκαμε στο πιο κοντινό δέντρο. Κρυφτήκαμε καλά και τότε φάνηκαν. Ήταν πολλά και τότε έρχονταν τρέχοντας να πιουν νερό. στάθηκαν στο ποτάμι, κοίταξαν από δω κι από ’κει, δεν είδαν εχθρό. Έσκυψαν στο νερό και ήπιαν…ήπιαν. Χορτασμένα πια, άρχισαν να παίζουν ξένοιαστα. Αγκαλιάζονταν, πάλευαν πότε το ένα πάνω, πότε το άλλο, να ένα παιχνίδι. Κείνη την ώρα του γείτονα του έπεσε κάτω η μία πέτρα. Τρόμαξαν τα ζώα και άρχισαν να τρέχουν…να τρέχουν. Ένα με ψηλά πόδια, αδύνατο τόσο που ποτέ Δε θα το διάλεγα μια και κρέας δεν είχε απάνω του, άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα, τα πόδια του δεν ακούμπησαν στο χώμα έτσι νόμιζα. Πόσο μου άρεσε έτσι που έτρεχε! Κοίταξα τον γείτονά μου. Κι εκείνος μια έβλεπε το ζώο που έτρεχε ψηλά σηκώνοντας το ένα του πόδι μετά το άλλο, μια γυρνούσε τη ματιά του σε μένα. Άλλα ζώα περπατούσαν, μα περπατούσαν με ένα ρυθμό αλλιώτικο. Έφυγαν.
Κατεβήκαμε από το δέντρο. Είχε κιόλας νυχτώσει. Η δικιά μου σπηλιά ήταν πιο κοντά στο δέντρο μας. Γι’ αυτό μπήκαμε μαζί εκεί και κοιμηθήκαμε. Το καταλάβαινα πως Δε θα μου χρειαστεί, αλλά κρατούσα μια πέτρα στο χέρι μου. Το ίδιο άλλωστε είδα να κάνει κι αυτός. Ξημέρωσε και βγήκαμε από τη σπηλιά. Κόψαμε καρπούς από τα δέντρα και φάγαμε. Και τότε…
Τότε δεν ξέρω ποίος πρώτος άρχισε να κάνει ό,τι έκαναν οι πίθηκοι. Πετούσαμε πέτρες, ποιανού θα πάει ψηλότερα, πηδούσαμε ποιος θα πηδήσει πιο ψηλά ύστερα ποίος θα πηδήσει μακρύτερα. Μόνον εκείνο το παιχνίδι που η πέτρα δινότανε στον άλλον, κι αυτός την έδινε σε κάποιον άλλον, δεν μπορούσαμε να παίξουμε γιατί είμαστε μονάχα δύο. Έπρεπε να φωνάξουμε και άλλους γείτονες. Θα τους φωνάζαμε. Μετά, σαν εκείνο το όμορφο ζώο, αρχίσαμε να τρέχουμε με τα πόδια ψηλά, αν γινόταν να μην αγγίζουμε το χώμα. Κι έπειτα περπατούσαμε σιγά, βαδίζαμε δηλαδή, αλλά με ρυθμό. Πέσαμε στο ποτάμι ποιος θα γλιστρήσει στο νερό πιο γρήγορα. Μετά παλέψαμε φιλικά. Τι όμορφα που πέρασε η μέρα!
Οι πέτρες, είχαν μείνει μόνες πλάι στο ποτάμι. Ούτε εγώ, ούτε ο γείτονάς μου τόσες ώρες που παίζαμε μαζί, τις σκεφτήκαμε.
Μπορεί, αργότερα, κι αυτός κι εγώ να θυμηθούμε πως είμαστε εχθροί. Μπορεί να ξαναθέλω την σπηλιά του.
Μα γι’ αυτές τις ώρες που περάσαμε παίζοντας με τα παιχνίδια που μας έμαθαν τα ζώα, το ξεχάσαμε κι οι δυο. Ήμασταν σύντροφοι τούτες τις ώρες.
Κι όσο κρατούσαν τα παιχνίδια μας, ο πόλεμος σταμάτησε.


6.000.000 χρόνια πριν και … ο πόλεμος τελείωσε
Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου