Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΕΛΗΣ :ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Μια φορά και ένα καιρό στους λόφους του Δάσους Σιονί της Ινδίας, μόλις άρχιζε να βραδιάζει, ο πατέρας Λύκος ξύπνησε, τεντώθηκε και ετοιμάστηκε να πάει για κυνήγι.
Το φεγγάρι έλαμπε μπροστά στο στόμιο της σπηλιάς, όπου βρισκόταν η μάνα Λύκαινα, Ράκσα, με τα τέσσερα Λυκόπουλα της.
Ξαφνικά μια σκιά φάνηκε στο άνοιγμα της σπηλιάς και ακούστηκε μια βραχνή φωνή: «Καλό κυνήγι αρχηγέ των Λύκων και καλή τύχη στα παιδιά σου». Ήταν ο Ταμπακί, το μικρό, πονηρό και κουτσομπολίστικο τσακάλι, που βαριέται να κυνηγάει και τρέφεται με τα υπολείμματα που αφήνουν τα άλλα ζώα.
Ο πατέρας ο Λύκος απάντησε: «Δεν υπάρχει εδώ τροφή, αλλά αν θέλεις μπορείς να μπεις». Ο Ταμπακί λέει: «Για ένα φτωχό ζώο σαν κι εμένα και ένα ξερό κόκαλο είναι γιορτή» και χωρίς να χάσει καιρό αρπάζει ένα κόκαλο από το πίσω μέρος της σπηλιάς.
Ο Ταμπακί ήταν πάντα έτοιμος να κάνει φασαρία και να μιλά για τους άλλους. Είπε λοιπόν: «Ο Σηρχάν, ο μεγάλος άλλαξε τον τόπο που κυνηγά. Ήρθε να κυνηγά σ’ αυτούς τους λόφους για το επόμενο φεγγάρι». Ο Σηρχάν ήταν ο τίγρης που ζούσε κοντά στο μεγάλο ποτάμι 20 μίλια μακριά.
Ο πατέρας Λύκος είπε τότε: «Σύμφωνα με το Νόμο της Ζούγκλας δεν έχει δικαίωμα να αλλάζει τον τόπο που κυνηγά. Θα τρομάζει όλα τα ζώα εδώ γύρω». Ο Ταμπακί απάντησε: «Ήταν περιττό που σου το ‘πα. Μπορείς να τον ακούσεις και μόνος σου πέρα στη Ζούγκλα», και αμέσως βγήκε και έτρεξε να βρει τον τίγρη.
Ο πατέρας Λύκος και η Ράκσα τέντωσαν τα αυτιά τους και πραγματικά άκουσαν από το μέρος της κοιλάδας το θυμωμένο ουρλιαχτό ενός τίγρη που έδειχνε ότι έχασε τη λεία του και δεν τον ένοιαζε αν το μάθαινε όλη η Ζούγκλα.
«Είναι ανόητος» είπε ο πατέρας Λύκος, «να αρχίζει το νυχτερινό του κυνήγι με τόσο θόρυβο». Το ουρλιαχτό άλλαξε τώρα σε χαμηλό μούγκρισμα, πράγμα που έδειχνε ότι ο τίγρης κυνηγούσε άνθρωπό.
Ο πατέρας Λύκος είπε τότε: «Δεν υπάρχουν αρκετοί βάτραχοι και σκαθάρια εκεί; Πρέπει να κυνηγήσει και άνθρωπο;»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα πιο δυνατό ούρλιασμα από το Σηρχάν και η Ράκσα είπε: «Του έφυγε. Μα τι να συμβαίνει;». Ο πατέρα Λύκος προχώρησε μερικά βήματα έξω από τη φωλιά, κοίταξε κάτω σ’ ένα ξέφωτο όπου υπήρχαν οι καλύβες μερικών ξυλοκόπων και είπε: «Ο χαζοτίγρης πήδησε στη φωτιά που είχαν οι ξυλοκόποι και έκαψε τις πατούσες του. Είναι και ο Ταμπακί μαζί του και κατατρόμαξε τον κόσμο».
«Άκουσε» είπε η Ράκσα, «κάτι ανεβαίνει το λόφο. Πρόσεχε.». Ο Γερόλυκος ζάρωσε και παίρνοντας φόρα τινάχτηκε με ορμή, αλλά απότομα έκοψε την φόρα του, έμεινε μετέωρος και έπεσε πάλι στα πόδια του κατάπληκτος «Άνθρωπος», είπε. «Ένα παιδί ανθρώπου. Κοίτα!». «Δεν έχω δει ποτέ μου μικρό ανθρώπου», είπε η Ράκσα, «φέρε το σε μένα». Ο Γερόλυκος πλησίασε προσεχτικά το αγοράκι και πιάνοντας το απαλά με τα σαγόνια του το μετέφερε στη σπηλιά και το τοποθέτησε μπροστά στα πόδια της Ράκσας. Εκείνο στριμώχτηκε ανάμεσα στα Λυκόπουλα της. «Πόσο μικρούλι είναι», είπε η Ράκσα.
Ξαφνικά το φεγγαρόφωτο χάθηκε από το άνοιγμα της σπηλιάς, από το χοντρό κεφάλι και τους ώμους του Σηρχάν. «Τι θέλει ο Σηρχάν», ρώτησε ο Γερόλυκος και τα μάτια του στένεψαν από θυμό. «Το μωρό του ανθρώπου», είπε ο Σηρχάν, «δώσε μου το». Τότε ο Γερόλυκος είπε, Οι Λύκοι παίρνουν διαταγές μόνο από τον Ακέλα, τον Αρχηγό της Αγέλης. Το μωρό του ανθρώπου είναι δικό μας».
Ο βρυχηθμός του τίγρη γέμισε τότε σαν βροντή τη σπηλιά. «Το ανθρώπινο παιδί είναι δικό μου. Δώσε το σε μένα» είπε. Τώρα είναι η σειρά της Ράκσας. Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε όρθια μπροστά στον τίγρη και δείχνοντας τα σουβλερά δόντια της του λέει: «Το παιδί είναι δικό μου. Εσύ τρόμαξες και σκόρπισες την οικογένεια του. Δεν θα σκοτώσεις κι αυτό Θα το κρατήσουμε εμείς. Θα ζήσει και θα ακολουθεί την Αγέλη και θα κυνηγά με την Αγέλη».
Ο Σηρχάν ήξερε ότι δεν μπορούσε να τα βάλει με δυο λύκους μέσα στην σπηλιά τους. Έτσι γρυλίζοντας και ξεφυσώντας θυμωμένα τραβήχτηκε λέγοντας: «Θα δούμε τι θα πει η Αγέλη γι’ αυτό το μωρό του ανθρώπου».
Όταν έφυγε ο τίγρης ο Γερόλυκος είπε: «Ο Σηρχάν έχει δίκαιο. Τι θα πει άραγε η Αγέλη;». Αλλά η Ράκσα είχε πάρει την απόφαση της να κρατήσει τον μικρό άνθρωπο. «Θα το φωνάζω Μόγλη» (βατραχάκι) είπε η Ράκσα, «γιατί το δέρμα του είναι μαλακό και χωρίς τρίχωμα, σαν το βάτραχο».
Έτσι ο Μόγλης έμεινε με το Γερόλυκο, τη Ράκσα και τα τέσσερα παιδιά τους.
Πέρασε ο καιρός και τα Λυκόπουλα μαζί με το Μόγλη μεγάλωσαν αρκετά ώστε να μπορούν να τρέχουν.
Τότε, μια νύχτα με πανσέληνο, ο Γερόλυκος με την Ράκσα, οδήγησαν τα παιδιά τους και το Μόγλη μέσα από το δάσος, στο Βράχο του Συμβουλίου.
Ο Νόμος της Ζούγκλας όριζε ότι ολόκληρο το κοπάδι έπρεπε να συγκεντρώνεται και να βλέπει τα νέα Λυκόπουλα που γεννιόνταν κάθε χρόνο, ώστε όταν αργότερα τα συναντούσαν στο δάσος να τα αναγνωρίζουν και να τα προστατεύουν και να τα φροντίζουν.
Καθώς κάθε Λυκόπουλο σπρωχνόταν μέσα στον κύκλο, ο Ακέλας ο μεγάλος αρχηγός του κοπαδιού, καθισμένος ψηλά στον Βράχο ου Συμβουλίου έλεγε: «Κοιτάτε το κάθε Λυκόπουλο, ω Λύκοι, κοιτάτε καλά». Στο τέλος ήρθε η σειρά του Μόγλη και η Ράκσα τον έσπρωξε μέσα στον κύκλο. Αυτός κάθισε στη γη και άρχισε να παίζει με τις πέτρες στο φεγγαρόφωτο.
Ο Ακέλας χωρίς να κινήσει ούτε ένα νεύρο του προσώπου του είπε πάλι: «Κοιτάτε καλά, ω Λύκοι». Έξω από τον κύκλο ακούστηκε τότε ένα μούγκρισμα του Σηρχάν και η φωνή του που έλεγε: «Το μωρό του ανθρώπου είναι δικό μου. Δώστε μου το». Μερικοί Λύκοι τότε φώναξαν: «Τι θέλουμε ένα μωρό του ανθρώπου μέσα στην Αγέλη;».
Ο Νόμος της Ζούγκλας λέει ότι όταν υπάρχει διαφωνία που αφορά τα δικαιώματα ενός Λυκόπουλου να γίνει μέλος της Αγέλης, πρέπει να υποστηριχτεί από δυο άλλους.
Τότε ο Ακέλας, ρώτησε: «Ποιος θέλει να μιλήσει γι’ αυτό το Λυκόπουλο;». Στην αρχή δεν απάντησε κανείς, αλλά η Μπαλού, η υπναρού καφετιά αρκούδα, που δίδασκε στα Λυκόπουλα το Νόμο, πήδησε μέσα στον κύκλο και είπε: «Εγώ θα μιλήσω για το μικρό του ανθρώπου. Αφήστε το να μείνει στην Αγέλη και εγώ θα του διδάξω το Νόμο και τις συνήθειες της Ζούγκλας». Χρειαζόμαστε ακόμα έναν», είπε ο Ακέλας, «ποιος άλλος θα μιλήσει εκτός από την Μπαλού;». Τότε, μια γυαλιστερή μαύρη σκιά γλίστρησε σιωπηλά μέσα στον κύκλο. Ήταν ο δυνατός κυνηγός, ο Μπαγκήρας ο πάνθηρας, που δίδασκε στα Λυκόπουλα την τέχνη της Ζούγκλας. Με την απαλή βελούδινη φωνή του είπε: «Αν υπάρχει πρόβλημα για το δικαίωμα ενός Λυκόπουλου να γίνει μέλος της Αγέλης, η ζωή του μπορεί να εξαγοραστεί. Έτσι δε λέει ο Νόμος;». «Ναι», απάντησε η Αγέλη. «Τότε, στα καλά λόγια της Μπαλού, εγώ θα προσθέσω, αν δεχθείτε το Μόγλη στην Αγέλη, έχω ένα φρεσκοσκοτωμένο ταύρο, που σας το δίνω, με αντάλλαγμα να αφήσετε το μικρό ήσυχο». Οι Λύκοι τότε φώναξαν: «Αφήστε τον να μπει στην Αγέλη. Τι κακό μπορεί να κάνει ένα μωρό του ανθρώπου;», και πλησίασαν για να τον παρατηρήσουν. Κατόπιν ο ένας μετά τον άλλο, οι Λύκοι κατέβηκαν από τον λόφο, αφήνοντας το Μόγλη με τον Γερόλυκο, τη Ράκσα, την Μπαλού, τον Μπαγκήρα, και τον Ακέλα, που κάθονταν ακόμα στον Βράχο του Συμβουλίου.
 Όταν έφυγε όλο το κοπάδι ο Ακέλας είπε: «Τώρα πάρτε τον μακριά και διδάξετε του το Νόμο». Έτσι μπήκε ο Μόγλης στην Αγέλη των Λύκων του Σιονί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου